Κεφάλαιο 65

9 2 0
                                    

Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας του αγίου Δημητρίου, είχε να διαδώσει σε φίλους και γείτονες το λυπητερό μήνυμα της απώλειας του καπετάνιου, του λαϊκού ήρωα της γειτονιάς.

Οι πιο πολλοί συνήθιζαν όταν του απηύθυναν το λόγο να τον αποκαλούν καπετάνιο, κρύβοντας μέσα στην κουβέντα τους αυτή μια δόση οικειότητας και σεβασμού ταυτόχρονα για το γείτονα τους που σε χρόνια δύσκολα και με πενιχρά μέσα είχε καταφέρει να γυρίσει σε τόσες και τόσες πολιτείες άγνωστες ως τότε σε εκείνους. Παρόλα αυτά δεν ήταν κρυφό πως ο θάνατος του καπετάν-Μιχάλη ήταν ένα νέο αναμενόμενο αφού σχεδόν όλη η γειτονιά γνώριζε για τη δύσκολη κατάσταση της υγείας του.

Εκείνο το πρωί θαρρείς πως κι η φύση η ίδια θρηνούσε μαζί με τον Κωνσταντή το χαμό του θείου του, αφού βαριά σύννεφα είχαν ζώσει ολόγυρα τα αντικρινά βουνά της Αιτωλοακαρνανίας κι η θάλασσα ανάμεσα στην Πάτρα κι εκείνα έμοιαζε σκουρόχρωμη και αναστατωμένη.

Τον καπετάνιο στην τελευταία του κατοικία ανέλαβε να συνοδεύσει ο παπά-Πάνος, ο ίδιος ιερέας που με το κήρυγμα του είχε πείσει τον Κωνσταντή να πολεμήσει εθελοντικά στη Μακεδονία. Τη νεκρική πομπή συνόδεψαν ως την τελευταία κατοικία του καπετάνιου καμιά δεκαριά φίλοι και γείτονες που τον γνώριζαν αρκετά χρόνια.

Η ατμόσφαιρα δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο φορτισμένη συναισθηματικά αφού για τελευταία κατοικία του καπετάνιου επιλέχθηκε ο οικογενειακός τάφος που βρισκόταν στο παρακείμενο κοιμητήριο. Έτσι λοιπόν ήταν ολοφάνερη η τραγική κατάληξη που η μοίρα επεφύλασσε στους ανθρώπους αφού πλάι στον καπετάνιο ήδη αναπαυόταν ο αδερφός του και πατέρας του Κωνσταντή.

Η νεκρώσιμη ακολουθία ήταν λιτή και σύντομη όπως θα άρμοζε σε έναν λαϊκό ήρωα της γειτονιάς όπως ήταν ο καπετάν-Μιχάλης. Δίχως άλλο το ταραγμένο μυαλό του Κωνσταντή που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει έναν ακόμη θάνατο, χανόταν σαν μικρό παιδί ανάμεσα στις ακανόνιστες αναμνήσεις και τις σκόρπιες ευαγγελικές περικοπές που διάβαζε ο ιερέας.

Όταν η κηδεία του θείου του τελείωσε κι αφού οι φίλοι και γείτονες συλλυπήθηκαν τον Κωνσταντή για το θάνατο του θείου του, ο Κωνσταντής απόμεινε τελικά ολομόναχος να κοιτά μία τον τάφο του πατέρα και μία του θείου του ενώ το μυαλό του πάσχιζε για να μην ξεστρατίσει από το μονοπάτι της λογικής σε αυτό της παράνοιας αφού τα όρια αυτών των δύο ήταν πια δυσδιάκριτα.

Μέσα στη βαθιά οδύνη του, ο Κωνσταντής έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού κι αφού έβγαλε άρχισε να διαβάζει το γράμμα της παλιάς του αγαπημένης, της Κατερίνας.

«Αγαπημένε μου Κωνσταντή,

Αφότου έφυγες προσπάθησα να πείσω το μυαλό μου πως δεν ήσουν παρά ένας απλός περαστικός κι ότι δε θα επέστρεφες ποτέ ξανά. Όμως μάταια προσπάθησα αφού η σκέψη σου πλημμύριζε σαν την παλίρροια το μυαλό μου ώστε να ονειρεύομαι συνεχώς τη μέρα που θα γύριζες στα Γιαννιτσά. Τη μέρα εκείνη που εμείς οι δύο θα σμίγαμε και πάλι.

Δε θα σου κρύψω πως όλο αυτό τον καιρό μάταια προσπαθούσα να σε βγάλω από τη σκέψη μου όμως είναι και κάτι ακόμα που πρόσφατα ανακάλυψα και που συγκλόνισε τη σκέψη μου.

Ξέρω πως η εκδίκηση είναι κάτι το μάταιο για τους ανθρώπους μα δεν θα μπορούσα ποτέ να σου κρύψω αυτό που πρόσφατα ανακάλυψα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το ποιοι κρύβονται πίσω από το θάνατο του αδερφού σου.

Ακόμα κι αν δε με αγαπάς πια έχω χρέος να σου τα αποκαλύψω όλα για να φύγει αυτό το βαρύ φορτίο από πάνω μου και ίσως έτσι απαλύνει κι ο πόνος που ρίζωσε στην καρδιά σου.

Με αγάπη,

Κατερίνα»

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now