Κεφάλαιο 79

12 2 2
                                    

Το απόγευμα της ίδιας μέρας η παρέα των τριών είχε επιστρέψει στο αρχοντικό της οικογένειας Μιχαηλίδη. Όση ώρα ο Κωνσταντής και η Κατερίνα ξεκούραζαν τα κορμιά τους στον πλούσιο και άνετο καναπέ του καθιστικού, ο Χαράλαμπος χαλάρωνε καπνίζοντας το τσιγάρο του και διαβάζοντας ως συνήθως τα νέα της πρωινής εφημερίδας.

Ο Κωνσταντής μουδιασμένος και μη μπορώντας να κουνηθεί από την πίεση που λίγο λίγο έφευγε από πάνω του, είχε βουλιάξει σε ένα παράξενο όνειρο. Είναι αλήθεια όμως, πως ο ίδιος, είχε καιρό να δει τέτοια όνειρα και πως το όνειρο εκείνο είχε καταφέρει να τον χαροποιήσει και να τον γεμίσει ελπίδα.

Ήταν Μάιος μήνας κι εκείνος ελαφρύς σαν πούπουλο από τις σκοτούρες βρέθηκε να περπατά μπροστά από τον γερο-πλάτανο της εκκλησίας του Άι-Γιάννη στα Γιαννιτσά. Οι αχτίδες του ήλιου ίσα που αγκάλιαζαν στοργικά και ζέσταιναν τη ράχη του κάτω από το λινό πουκάμισο που φορούσε. Καθώς λοιπόν περπατούσε τα βήματα του σταμάτησαν μπροστά από ένα άντρα που στεκόταν εκεί με την πλάτη γυρισμένη προς τον Κωνσταντή. Ένα κύμα βεβαιότητας πλημμύρισε το στέρνο του.

«Αντώνη.» ψέλλισε διστακτικά ο Κωνσταντής αναγνωρίζοντας τον άγνωστο άντρα κι έτσι, μια στιγμή αργότερα, ο άντρας εκείνος γύρισε προς το μέρος του Κωνσταντή επιβεβαιώνοντας το ένστικτο του.

«Εγώ είμαι Κωνσταντή. Ο αδερφός σου. Σωστά μάντεψες.» είπε ο νεαρός σφριγηλός άντρας με τα ξανθά μαλλιά, το παχύ μουστάκι και το ροδαλό πρόσωπο. Ο άντρας του ονείρου αυτού δεν είχε καμία σχέση με το ταλαιπωρημένο σκιάχτρο που είχε επισκεφτεί τον Κωνσταντή εκείνο το βράδυ που ο Κωνσταντής είχε ζητήσει τη βοήθεια του Κουτλάι στην Αλεξανδρέττα.

«Είσαι καλά αδερφέ; Ανησυχούσα τόσο πολύ για σένα.» ρώτησε αναστατωμένος ο Κωνσταντής.

«Είμαι πλέον καλά Κωνσταντή. Κι αυτό το χρωστάω σε σένα που έκανες τόσα και που δε με ξέχασες όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισες.»

«Δε θα μπορούσα ποτέ αδερφέ. Μα τον Θεό! Και τα πούντακ Αντώνη; Οι σκοτεινές δυνάμεις που σε φυλάκιζαν τόσο καιρό;» ρώτησε έκπληκτος ο Κωνσταντής.

«Όλα πια είναι παρελθόν. Πήρες την εκδίκηση που έπρεπε και είμαι πια ελεύθερος να προχωρήσω. Λυτρώθηκα αδερφέ. Χάρη σε σένα.»

«Κι ο Κοστόφ Αντώνη; Αυτός κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος και ατιμώρητος.» παρατήρησε ο Κωνσταντής.

«Κωνσταντή λυτρώθηκα και σου είμαι ευγνώμων μα πρέπει να σταματήσεις τώρα που ακόμα μπορείς. Μη βάψεις τα χέρια σου με άλλο αίμα. Προαισθάνομαι κάποιο κακό να ζυγώνει. Πρόσεχε αδερφέ!»

«Μα δε γίνεται διαφορετικά Αντώνη.»

«Άκου τη συμβουλή μου αδερφέ. Μου μένει πια λίγος χρόνος διαθέσιμος εδώ κάτω. Πάω να βρω το μπαμπά.» αντίτεινε τότε ο Αντώνης.

«Αντώνη...» ψέλλισε ο Κωνσταντής.

«Να προσέχεις μικρέ.» είπε ο Αντώνης και ένα δευτερόλεπτο αργότερα χανόταν μέσα σε ένα ποτάμι φωτός προς τα σύννεφα. Τόσος χρόνος χρειάστηκε για να πεταχτεί κι ο Κωνσταντής από το βαθύ του ύπνο, ιδρωμένος μέχρι το κόκαλο κάνοντας την Κατερίνα και τον Χαράλαμπο να τον κοιτάξουν εμβρόντητοι μόλις ξεστόμισε με παράπονο το όνομα του αδερφού του.

Εκείνος για να δικαιολογηθεί και θέλοντας να κρατήσει αυτή τη στιγμή για τον εαυτό του μονάχα δικαιολογήθηκε λέγοντας:

«Ένα όνειρο ήταν. Τίποτα παραπάνω.»

«Κι ύστερα από δω τι σκοπεύετε να κάνετε;» ρώτησε ο Χαράλαμπος θέλοντας να ελαφρύνει κάπως το κλίμα.

«Χαράλαμπε σκοπεύω ξέρεις να ακολουθήσω τον Κωνσταντή σε όποια απόφαση κι αν πάρει. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω αφού του χρωστάω τόσα πολλά. Όλοι μας του χρωστάμε πολλά.» είπε η Κατερίνα σκιαγραφώντας τις προθέσεις της.

«Και τι ακριβώς σκοπεύεις να κάνεις τώρα Κωνσταντή;» ξαναρώτησε ο Χαράλαμπος.

«Θέλω να βγάλω από τη μέση τον Κοστόφ. Μονό τότε θα ησυχάσω πραγματικά.» απάντησε ο Κωνσταντής.

«Και σκοπεύεις να πας στη Σαλονίκη απ' ότι καταλαβαίνω.» επισήμανε ο Χαράλαμπος.

«Είμαι αναγκασμένος να το κάνω Χαράλαμπε. Δεν έχω άλλη επιλογή.»

«Κι εγώ θα τον ακολουθήσω Χαράλαμπε. Οπότε, θέλουμε από σένα να διαχειρίζεσαι την περιουσία της οικογένειας όσο καιρό θα λείπουμε. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μας;» ρώτησε η Κατερίνα.

«Φυσικά και μπορώ παιδιά μα έχω ένα κακό προαίσθημα. Δεν ξέρω τίποτα περισσότερο και δε θα επιμείνω άλλο.» είπε με ύφος απολογητικό ο Χαράλαμπος.

«Θα προσέχουμε όσο δεν πάει Χαράλαμπε. Το ορκίζομαι. Το μόνο που θέλουμε από σένα είναι να προσέχεις την περιουσία της Κατερίνας. Συμφωνείς με αυτό;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Σύμφωνοι. Θα κάνω ακριβώς όπως μου ζητήσατε αφού σας έχω σαν δικά μου παιδιά.» είπε ο Χαράλαμπος ενώ μια ώρα αργότερα, ο ίδιος, αποχαιρετούσε από την αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού των Γιαννιτσών το νεαρό ζευγάρι που είχε ήδη επιβιβαστεί στο τρένο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.

«Στο καλό παιδιά! Ο Θεός μαζί σας!» ευχήθηκε ο Χαράλαμπος ενώ το σφύριγμα του σταθμάρχη έδωσε το έναυσμα στο τρένο για να ξεκινήσει το ταξίδι του διαμέσου του μακεδονικού κάμπου. Για μια στιγμή το τρένο βρυχήθηκε κι ύστερα ο γκρίζος καπνός που βγήκε από το μαύρο φουγάρο του σκέπασε για όσο χρόνο διαρκεί ένα βλεφάρισμα το ασημόχρωμο φεγγάρι που κρεμόταν καρτερικά πάνω στον έναστρο χειμωνιάτικο ουρανό. Το τρένο ξεκινούσε το ταξίδι του αφήνοντας πίσω την πόλη των Γιαννιτσών.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now