Κεφάλαιο 49

7 2 0
                                    

Καμιά βδομάδα αφότου ο Κωνσταντής άφησε πίσω του την όμορφη Λισσαβόνα και την Ελίζα, που του δημιουργούσε πολλά και διάφορα ερωτηματικά αλλά και κρυφούς φόβους για το μέλλον και τη ζωή, η Αλεξανδρέττα διέπλεε με ρότα νότια τον Ατλαντικό ωκεανό πλάι στις ακτές της δυτικής Αφρικής.

Πλάι στο πλοίο δέσποζε η άγρια ομορφιά που υπήρχε στην αφρικανική απεραντοσύνη. Κι αυτή ήταν μια απεραντοσύνη που δε μπορούσε να την κατανοήσει ή να τη χωρέσει ο ανθρώπινος νους ή ακόμα κάποιο αχόρταγο μάτι.

Έτσι λοιπόν το μάτι του ναυτικού δε χόρταινε να ατενίζει τις άγριες και παρθενικές ακτές, ενώ ακόμα πιο πίσω οι άνυδρες έρημοι που σκέπαζαν τη γη όπως ένα πέπλο, ξυπνούσαν μνήμες από τη νομαδική πρωτόγονη ζωή των ανθρώπων την οποία ο πολιτισμός αφού την εξόρισε, τη μετέτρεψε σε μια απλή ξεθωριασμένη ανάμνηση.

Και σε όποιο σημείο η έρημος διακοπτόταν έδινε τη σκυτάλη της απαράμιλλης ομορφιάς στις μικρές οάσεις στις οποίες οι άνθρωποι εδώ και αιώνες προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους. Χάρη λοιπόν στις οάσεις αυτές και η αραιοκατοικημένη Μαυριτανία εδώ και αιώνες καρκινοβατούσε ανάμεσα στη ζωή και την εγκατάλειψη της άγριας φύσης.

Παρόλα αυτά οι δύσκολες αυτές συνθήκες δεν εμπόδισαν τους Γάλλους να μετατρέψουν τη χώρα αυτή σε προτεκτοράτο τους απλώνοντας την κυριαρχία της χώρας τους στη μαύρη ήπειρο. Χάρη λοιπόν στο λιμάνι της Νουακτσότ το πλήρωμα της Αλεξανδρέττας θα είχε την ευκαιρία να ξαποστάσει για λίγο και για να ξεκουραστεί από το ταξίδι. Ύστερα λοιπόν, θα μπορούσε να συνεχίσει το μακρύ του ταξίδι ως τη νότια Αμερική και συγκεκριμένα την Αργεντινή.

Ο Κωνσταντής λοιπόν, καθισμένος όπως πάντα πίσω από την κονσόλα του ασυρματιστή και ελαφρώς κακόκεφος από τις σκέψεις που σαν σπαζοκεφαλιές ή δυσεπίλυτοι γρίφοι του παίδευαν το κεφάλι, ζήτησε άδεια από τις ντόπιες αρχές κι έτσι το πλοίο κάνοντας τους συνηθισμένους ελιγμούς, ήρθε και πήρε τη θέση του στο λιμάνι ανάμεσα στα άλλα σκαριά για να ξεκουραστεί. Αν είχε κι εκείνο ανθρώπινη ψυχή δίχως άλλο θα μπορούσε κανείς να το ομοιάσει με κατάκοπο άνθρωπο που ξαπόσταινε σε κάποιο μέρος για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του ύστερα από μια κουραστική μέρα.

Όπως είχε πει νωρίτερα στο πλήρωμα ο καπετάνιος, στο λιμάνι εκείνο της Μαυριτανίας , το πλοίο δε θα έμενε παρά μόνο μερικές ώρες προτού να λύσει ξανά κάβο για να συνεχίσει το υπερπόντιο ταξίδι του. Όμως υπήρχαν και κάποιες επείγουσες γραφειοκρατικές δουλειές που έπρεπε να διεκπεραιωθούν στην πόλη για τις οποίες ο καπετάνιος διάλεξε τον Κωνσταντή ο οποίος δίχως άλλο έχαιρε της άκρας εμπιστοσύνης του.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now