Κεφάλαιο 13

13 2 0
                                    

Οι Έλληνες στρατιώτες κινήθηκαν με ταχύτητα για να μπορέσουν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να περάσουν τα γεφύρια του ποταμού Λουδία και να αποκτήσουν μέτωπο απέναντι στον εχθρό. Παρόλα αυτά η επίθεση των Τούρκων ήταν σφοδρή και λυσσαλέα.

Τα πυροβόλα που είχαν εγκαταστήσει οι Τούρκοι στο εσωτερικό των Γιαννιτσών και στους παρακείμενους λόφους σφυροκοπούσαν αλύπητα τους κουρασμένους Έλληνες. Στο μεταξύ, η βροχή που έπεφτε με αμείωτους ρυθμούς στο πεδίο της μάχης, δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την ελληνική προέλαση αφού οι στρατιώτες, τα οχήματα και τα πυροβόλα κυριολεκτικά κολλούσαν μέσα στη λάσπη.

Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό μίγμα ακινησίας, άσχημου καιρού και των ομοβροντιών που εξαπέλυε το τουρκικό πυροβολικό εναντίον των ελληνικών θέσεων, το εχθρικό πεζικό εξαπέλυε συνεχώς σφοδρές επιθέσεις με τις επίλεκτες δυνάμεις που ο Τούρκος πασάς είχε μεταφέρει από τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και το Κιλκίς.

Στα νώτα των Τούρκων, πίσω από την πράσινη πολεμική σημαία με την ημισέληνο που κυμάτιζε νωθρά από τον Βαρδάρη που έπνεε, βρισκόταν το ιερό για τους Τούρκους τέμενος του Γαζή Εβρένος του πρώτου Οθωμανού στρατηγού που κατέκτησε ευρωπαϊκά εδάφη. Στα νώτα των Ελλήνων πίσω από την τρυπημένη, μπαρουτοκαπνισμένη και βαμμένη με το αίμα των αφανών ηρώων γαλανόλευκη σημαία στέκονταν βουβές, κρατώντας την ανάσα τους, οι ελπίδες ενός ολόκληρου λαού. Ενός λαού που έριξε στη φωτιά το πολυτιμότερο κεφάλαιο του σε αναζήτηση της εθνικής ολοκλήρωσης. Για ένα καλύτερο αύριο, δίχως αλύτρωτες πατρίδες, ραγιάδες και μαρμαρωμένο βασιλιά. Τα παλικάρια συντρόφευε η ευχή της χαροκαμένης γερόντισσας της ελληνικής γης και η φλόγα που τρεμόπαιζε στο καντήλι δίπλα από την εικόνα της Παναγίας που αιώνες τώρα ξαγρυπνούσε στο προσκεφάλι του Έλληνα.

Τα τουρκικά βλήματα έσκαγαν στο πεδίο της μάχης κομματιάζοντας και σκοτώνοντας τα ταλαιπωρημένα Ελληνόπουλα, ενώ άλλες φορές πολλά από αυτά ακρωτηριάζονταν, μη μπορώντας να συνεχίσουν άλλο τον αγώνα. Ανάμεικτες κραυγές πόνου και απελπισίας έβγαιναν από τα λαρύγγια των τραυματιών κάνοντας τη μάχη να φαίνεται ακόμα πιο φονική και φρικτή. Όλα έμοιαζαν λες και ακόμα και ο ίδιος ο Θεός είχε στρέψει το βλέμμα του αλλού.

Ο Κωνσταντής με τον Μάριο, αχώριστοι φίλοι και συμπολεμιστές μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, πολεμούσαν αποφασιστικά ο ένας πλάι στον άλλο σαν θηρία. Επειδή το λασπωμένο πεδίο της μάχης δυσκόλευε την προέλαση όχι μονάχα για τους Έλληνες αλλά και για τους Τούρκους συχνά τα αντίπαλα τμήματα βρίσκονταν να πολεμούν μεταξύ τους σώμα με σώμα χρησιμοποιώντας τις ξιφολόγχες και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να βρουν διαθέσιμο.

Κολλημένοι ο ένας πάνω στα πλευρά ή την πλάτη του άλλου, σαν αρχαίοι Σπαρτιάτες, χτυπούσαν αλύπητα με κλωτσιές και κομμάτιαζαν με τις ξιφολόγχες τους τις επίλεκτες δυνάμεις του Τούρκου πάσα που τους πλησίαζαν για να επιτεθούν. Ο Μάριος όποτε έβρισκε χρόνο στη διάρκεια της μάχης ασπαζόταν την εικονίτσα του αρχάγγελου Μιχαήλ, προστάτης του νησιού του, η οποία κρεμόταν με μία αλυσιδίτσα γύρω από το λαιμό του.

Αφού πολέμησαν για ώρες ολόκληρες, οι δύο φίλοι άρχισαν να χάνουν όχι μόνο τις δυνάμεις τους αλλά και το ηθικό τους, όπως και ολόκληρος ο λόχος στον οποίο άνηκαν. Ξαφνικά, ένα εχθρικό βόλι βρήκε τον Μάριο στον δεξιό μηρό κάνοντας τον να διπλωθεί στα δύο. Ο Κωνσταντής δίχως να φοβηθεί, όπλισε το Μάλινχερ και το έστρεψε στην τουρκική διμοιρία απέναντί τους. Ο μεταλλικός ήχος του κλείστρου του όπλου πλημύρισε τα μέλη του σώματός του. Αφού έσφιξε τα δόντια και μούγκρισε, πυροβόλησε στη μεριά των Τούρκων. Έτσι η μια του σφαίρα πλήγωσε θανάσιμα έναν στρατιώτη στο στήθος κάνοντάς τον να σωριαστεί κάπου, ανάσκελα στις λάσπες.

Όμως η τουρκική απάντηση από την απέναντι μεριά δεν άργησε να έρθει και μια ομοβροντία από τους στρατιώτες του εχθρού εξαπολύθηκε εναντίον τους. Η μοίρα φάνηκε να μην λυπάται διόλου τον Κωνσταντή αφού μια τουρκική σφαίρα χτύπησε και τον ίδιο, όπως είχε χτυπήσει νωρίτερα τον συμπολεμιστή του, στον αριστερό ώμο. Από τον πόνο του τραύματος ο Κωνσταντής λύγισε και σωριάστηκε στο έδαφος.

Εκείνη την ώρα καθώς σουρούπωνε και η μέρα άπλωνε το μαύρο της σάλι πάνω από το πεδίο για να σκεπάσει τους άντρες που αλληλοσφαγιάζονταν, η μάχη φαινόταν χαμένη για τους δύο νέους. Με περισσή δυσκολία ο Κωνσταντής πέρασε το πόδι του ανάμεσα από τον αορτήρα του όπλου για να μην το χάσει πάνω στην αντάρα της μάχης και καθώς ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα προσπαθούσε να συρθεί για να καλυφθεί από τον εχθρό που ολοένα και πλησίαζε. Ο Μάριος, το ίδιο σακατεμένος με τον Κωνσταντή, μόλις κατάλαβε ότι ο φίλος του ήταν τραυματισμένος, τον άρπαξε από τον δεξιό ώμο και έρποντας πάνω στη βρεγμένη γη προσπαθούσε να τον τραβήξει εκτός μάχης σε κάποιο ασφαλές σημείο, ενώ ταυτόχρονα, πότε πότε πυροβολούσε κατά των Τούρκων που τους πλησίαζαν σαν αγέλη πεινασμένων λύκων. Για μια στιγμή ο Κωνσταντής πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ρουθούνια του γέμισαν θάνατο και απελπισία. Στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στον γκρίζο ουρανό που κρεμόταν σχεδόν λυπημένος από πάνω του και σκέφτηκε ότι πολύ σύντομα θα αντάμωνε με τον αδερφό του, τον Αντώνη στον άλλο κόσμο. Η περιπέτειά του έφτανε στο τέλος της.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon