Κεφάλαιο 59

9 2 0
                                    

Μόλις το πρωτοπαλίκαρο του Κάρλος έφτασε μερικές μονάχα δρασκελιές μακριά από τον Κωνσταντή το αφεντικό του κραύγασε γεμάτος από εκνευρισμό:

«Αντόνιο γρήγορα! Ξέκανε αυτό το σκουλήκι!» κι ύστερα απ' αυτά ο ψηλός και μυώδης άντρας που έριχνε σχεδόν ένα κεφάλι ύψος στον Κωνσταντή έγνεψε θετικά στον Κάρλος.

Με μια πρώτη ματιά, εύκολα κανείς μπορούσε να προβλέψει ότι ο μπράβος του Κάρλος, χάρη στην επιβλητική του κορμοστασιά εύκολα θα έβγαζε εκτός μάχης, τον κατά πολύ υποδεέστερο Κωνσταντή. Όμως όλοι οι εργάτες οι οποίοι εκείνη την ώρα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα στήριζαν τις ελπίδες τους στον Κωνσταντή. Έβλεπαν σε αυτή τη μονομαχία που σε πολλά πράγματα θύμιζε σύγκρουση Δαβίδ και Γολιάθ μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να ταπεινωθεί ο Κάρλος που χρόνια ολόκληρα τρομοκρατούσε και ταπείνωνε τους πάντες στην περιοχή.

Αφού ο μπράβος πλησίασε λίγο περισσότερο τον Κωνσταντή, τέντωσε το δεξί του χέρι και με το μαχαίρι που κρατούσε, προσπάθησε να χτυπήσει το στήθος του Κωνσταντή. Για καλή του τύχη όμως εκείνος, αφού έσκυψε, απέφυγε τη μαχαιριά του αντιπάλου του και στη συνέχεια τον κλότσησε στο μηρό με το καλάμι του, χρησιμοποιώντας όλη του τη δύναμη.

Για μερικά δευτερόλεπτα ο μπράβος έσφιξε τα δόντια του και μάζεψε το κορμί του για να βαστάξει τον διαπεραστικό πόνο. Έτσι, ο Κωνσταντής μη θέλοντας να χάσει ευκαιρία, πλησίασε τον αντίπαλό του για μα τον μαχαιρώσει. Μάταια όμως, αφού ο μπράβος με το αριστερό, ελεύθερο του χέρι, χτύπησε με μια δυνατή γροθιά τον Κωνσταντή κάτω ακριβώς από το δεξί του μάτι.

Για μια στιγμή ο Κωνσταντής, ένιωσε το κεφάλι του να καίγεται από τη σφοδρότητα του χτυπήματος, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε στιγμιαία το κορμί του να χάνει την ισορροπία του. Για να μπορέσει λοιπόν να πάρει το χρόνο του και να μπορέσει να συνέλθει από το γρονθοκόπημα, ο Κωνσταντής οπισθοχώρησε μερικά βήματα από τον αντίπαλο του προσπαθώντας να καλυφθεί. Εκείνος όμως, δίχως να χάσει ευκαιρία, όρμησε καταπάνω του και αφού τον αγκάλιασε από τη μέση, τον έσπρωξε με δύναμη ώστε και οι δυο τους βρέθηκαν καταγής.

Χάρη στην κίνηση του αυτή ο μπράβος βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση κρατώντας το μαχαίρι πάνω από το κεφάλι του αντιπάλου του. Δίχως να χάσει πολύτιμο χρόνο, πήρε φόρα και ετοιμάστηκε να καρφώσει τον Κωνσταντή. Εκείνη τη στιγμή όλοι έπιασαν το κεφάλι τους φοβούμενοι τα χειρότερα για τον Κωνσταντή ενώ ο Κάρλος άρχισε πλέον να γελά χαιρέκακα.

Όμως με μια κίνηση παρόμοια με κάποια κίνηση άγριου αιλουροειδούς, ο Κωνσταντής κατρακύλησε προς τα δεξιά ώστε το μαχαίρι του μπράβου να καρφωθεί βαθιά μέσα στο χώμα. Τότε, αφού πέταξε στα μάτια του αντιπάλου του, λίγο χώμα που κρατούσε μέσα στο χέρι του, ο Κωνσταντής κατάφερε προσωρινά να τον τυφλώσει. Δίχως να καθυστερήσει και καταλαβαίνοντας πως από αυτό τον αγώνα είτε ο ίδιος είτε ο αντίπαλος του θα έβγαινε ζωντανός, άρπαξε το μαχαίρι του, που νωρίτερα είχε πέσει καταγής και κάρφωσε με αυτό τρείς επαναλαμβανόμενες φορές τον αντίπαλο του στην κοιλιά. Ήταν πια οριστικό. Ο μπράβος του Κάρλος κείτονταν νεκρός καταμεσής στο αγρόκτημα με το πρόσωπο χωμένο ανάμεσα στο χώμα ενώ μια λίμνη αίματος άρχισε να αναβλύζει γύρω από το άψυχο σώμα.

Εξοργισμένος και αναψοκοκκινισμένος, από την υπερένταση που ένιωθε εξαιτίας της αδρεναλίνης που διέρρεε ολόκληρο του το κορμί ο Κωνσταντής, δίχως να το πολυσκεφτεί, όρμισε σαν ένας μανιασμένος ταύρος πάνω στον Κάρλος πριν εκείνος ή κάποιος άλλος προλάβει να αντιδράσει. Αφού τον άρπαξε λοιπόν από το σβέρκο, βύθισε την κατακόκκινη, από το αίμα του σκοτωμένου μπράβου λεπίδα, με περισσή ευκολία στο στήθος του Κάρλος ακριβώς πάνω στο ύψος της καρδιάς. Εκείνη με τη σειρά της βυθίστηκε πανεύκολα στο στήθος του Κάρλος όπως θα βυθιζόταν σε μια πλάκα βούτυρο.

«Αυτό για να θυμάσαι Κάρλος ποιανού τα άντερα θα κάρφωνες εκεί ψηλά για παραδειγματισμό. Η μορφή μου θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα δεις πεθαίνοντας.» είπε ο Κωνσταντής και αφότου ο Κάρλος έβγαλε μερικές σταγόνες αίμα από το στόμα σωριάστηκε κι αυτός σκοτωμένος πάνω στη γη μερικά μέτρα πιο μακριά από το πρωτοπαλίκαρο του.

Βλέποντας όλο αυτό το θέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, οι μπράβοι του Κάρλος σάστισαν δίχως να ξέρουν πώς να αντιδράσουν σε όλο αυτό. Η αδράνεια τους όμως αυτή δε θα διαρκούσε για πολύ ακόμα.

«Εμπρός δρόμο κοπρόσκυλα πριν σας κόψω τα πόδια!» φώναξε ο Κωνσταντής ενώ παρακινούμενοι από το απαράμιλλο θάρρος του και οι υπόλοιποι εργάτες άρχισαν να γιουχάρουν τους μπράβους και να τους κυνηγούν με πέτρες και ό,τι άλλο μπορούσαν να βρουν διαθέσιμο τριγύρω. Έτσι δίχως καθυστέρηση, οι μπράβοι έντρομοι έκαναν μεταβολή και εξαφανίστηκαν τρέχοντας σαν παλαβοί. Ο Κωνσταντής μη μπορώντας να σταθεί άλλο όρθιος από την εξάντληση κάθισε με ένα γδούπο καταγής, κρατώντας το κεφάλι με τα δυο του χέρια και ανασαίνοντας γοργά και ακανόνιστα.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now