Κεφάλαιο 43

8 2 1
                                    

Οι δυο άντρες φτάνοντας στην είσοδο του κάστρου είχαν τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν όχι μόνο την πανοραμική θέα της νυχτερινής πόλης που έκοβε την ανάσα αλλά και τους περιποιημένους κήπους με τα δέντρα, τα παρτέρια και τα σιντριβάνια, οι οποίοι έμοιαζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι.

Φτάνοντας μπροστά στην κύρια είσοδο της αίθουσας όπου θα παρατιθόταν η δεξίωση, ο καπετάνιος έδωσε την πρόσκληση που είχε πάρει νωρίτερα την ίδια μέρα απ' τον ίδιο τον υπουργό, στον φρουρό που στεκόταν εκεί. Στη συνέχεια αφού εκείνος έγνεψε στους δυο ναυτικούς με μια μικρή κλίση του κεφαλιού έδειξε με το χέρι του στο εσωτερικό λέγοντας:

«Παρακαλώ περάστε από δω κύριοι.» ενώ στη συνέχεια οι δυο άντρες μπήκαν στην πλούσια στολισμένη αίθουσα με τους κρυστάλλινους πολυελαίους και τα βαθυκόκκινα χοντρά χαλιά. Στο βάθος της αίθουσας πάνω σε ένα μακρόστενο τραπέζι βρισκόταν ο μπουφές και τα ποτά που προορίζονταν για τους καλεσμένους ενώ ακόμα πιο πίσω από τον μπουφέ μια ορχήστρα από μουσικούς με έγχορδα και άλλα όργανα έπαιζαν κομμάτια κλασσικής μουσικής.

Δεν πέρασε παραπάνω από μισή ώρα και ο πρόεδρος της χώρας άνοιξε πανηγυρικά την εκδήλωση εκφωνώντας έναν λόγο ενώ την ίδια ώρα ένας κανονιοβολισμός από κάποιο αγκυροβολημένο στο λιμάνι της πόλης πολεμικό πλοίο, χαιρέτισε την έναρξη της εκδήλωσης για την επέτειο της ανακήρυξης της δημοκρατίας. Ακόμα τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα που εκτοξεύτηκαν από κάποιο σημείο της πόλης έκαναν τη βραδιά ακόμα πιο μαγευτική.

Ο καπετάνιος δεν άργησε να εντοπίσει τον υπουργό μέσα στους καλεσμένους και να πάει προς το μέρος του ενώ ο Κωνσταντής, μη γνωρίζοντας τον οποιονδήποτε άλλον από τους καλεσμένους ακολούθησε τον καπετάνιο. Ο υπουργός όντας πιο χαλαρός εκτός του γραφείου του συστήθηκε με τον Κωνσταντή με τον οποίο αντάλλαξε και χειραψία κάνοντας του κάνα δυο ερωτήσεις για να σπάσει τον πάγο και την αμηχανία.

Τους δυο ναυτικούς και τον υπουργό πλαισίωναν μερικοί ακόμα προσκεκλημένοι της καλής κοινωνίας της πρωτεύουσας, σύμβουλοι του υπουργού και τεχνοκράτες οι οποίοι περνούσαν τη βραδιά τους συζητώντας εφ' όλης της ύλης από τα ανιαρά και καθημερινά πολιτικά τερτίπια μέχρι πικάντικα κουτσομπολιά, ενώ ακόμα δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν την εμφάνιση των γυναικών που παρευρίσκονταν στην εκδήλωση.

«Ώστε είσαι κι εσύ από την Ελλάδα;» ρώτησε ο γραμματέας του υπουργού τον Κωνσταντή μόλις θυμήθηκε ότι τον είχε δει νωρίτερα την ιδα ημέρα στο υπουργείο.

«Από την Ελλάδα είμαι. Έχεις πάει ποτέ σ' αυτήν;» ρώτησε απορημένος ο Κωνσταντής.

«Όχι αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα πολύ να κάνω αυτό το ταξίδι. Έχω διαβάσει τόσα πολλά γι' αυτήν.»

«Αξίζει να κάνεις αυτό το ταξίδι. Κι εγώ βέβαια δεν έχω παρά να πω τα καλύτερα για τη Λισσαβόνα. Είναι μια πολύ όμορφη και γραφική πόλη.»

«Πως είναι αυτή τη στιγμή τα πράγματα στη χώρα σου; Είχα διαβάσει στις εφημερίδες ότι είχατε ξανά πόλεμο στα Βαλκάνια.»

«Είναι αλήθεια. Ευτυχώς που ο πόλεμος τέλειωσε και η χώρα μας βγήκε αλώβητη κι εγώ βρίσκομαι εδώ απόψε σ' αυτή την όμορφη εκδήλωση.» είπε ο Κωνσταντής.

«Είχες πάρει κι εσύ μέρος στον πόλεμο αυτό;» ρώτησε ο γραμματέας.

«Πολέμησα κι εγώ και είμαι πολύ τυχερός που ζω γιατί πολλοί άλλοι συμπολεμιστές μου δυστυχώς δεν τα κατάφεραν.»

«Τέλος καλό όλα καλά!» πρόσθεσε ο γραμματέας για να ελαφρύνει κάπως το κλίμα και συνέχισε λέγοντας:

«Αφού έκανες τον κόπο και ήρθες ως εδώ πρέπει οπωσδήποτε να θαυμάσεις τη θέα της πόλης από ψηλά. Όλα αυτά τα φώτα, οι δρόμοι και η θάλασσα φτιάχνουν ένα τοπίο φαντασμαγορικό. Δεν πρέπει να το χάσεις με τίποτα.»

«Δεν έχω παρά να ακολουθήσω τη συμβουλή σου και εκτός αυτού να ρίξω και μια καλύτερη ματιά στο κάστρο.» απάντησε ο Κωνσταντής οποίος στη συνέχεια αφού διέσχισε την κεντρική είσοδο της αίθουσας βγήκε έξω και άρχισε να περιπλανιέται στους πλουμιστούς κήπους που πλαισίωσαν το κάστρο.

Καθώς περπατούσε έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και ψαχούλεψε ώσπου εντόπισε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Έτσι λοιπόν έβγαλε όπως συνήθως ένα από το πακέτο, το άναψε και ξεκίνησε να το καπνίζει. Βλέποντας ένα παγκάκι λίγα μέτρα πιο μπροστά αποφάσισε να καθίσει και να απολαύσει το θέαμα του έναστρου και φεγγαρόφωτου πορτογαλικού ουρανού καπνίζοντας μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.

Ενόσω ο Κωνσταντής κάπνιζε το τσιγάρο του και ενώ είχε αποφασίσει πως ήταν ώρα να επιστρέψει πίσω στην αίθουσα μια γυναικεία κραυγή που ζητούσε βοήθεια τον έκανε να τιναχτεί όρθιος και να τρέξει προς την πηγή της κραυγής για να δει τι συμβαίνει. Φτάνοντας σε ένα χοντρό και γέρικο δέντρο ο Κωνσταντής κοντοστάθηκε και έβγαλε το κεφάλι του για να δει τι συμβαίνει. 

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now