Κεφάλαιο 14

12 2 0
                                    

Ο Μάριος ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στο λασπωμένο έδαφος αφού άρπαξε τον Κωνσταντή από τον γερό του ώμο, τον δεξί, κοίταξε τριγύρω για να βρει ένα σημείο στο πεδίο της μάχης για να καλυφθεί ο ίδιος και ο φίλος του από τα τουρκικά πυρά. Ως εκ θαύματος, πίσω και αριστερά υπήρχαν κάνα δυο ξεπλυμένοι απ τη βροχή λευκοί βράχοι και καμιά δεκαριά μέτρα πιο πίσω ένας εγκαταλελειμμένος στάβλος. Αφού ο Μάριος έσφιξε τα δόντια και μούγκρισε σαν πληγωμένο ζώο για να πάρει δύναμη ξεκίνησε να σέρνει τον τραυματισμένο Κωνσταντή προς την κατεύθυνση των βράχων.

Στο μεταξύ, οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίαζαν απειλητικά τους δύο νέους τόσο, ώστε ο ξαπλωμένος στο χώμα Κωνσταντής μπορούσε να δει καθαρά και ξάστερα τα κόκκινα φέσια τους και τη σημαία με την ημισέληνο και το αστέρι που κουβαλούσαν. Ο Τούρκος λοχαγός με μάτια που γυάλιζαν σε μια στιγμή κραύγασε:

«Γιουνανλαρί ελντουρούν!»(1) ενώ το εχθρικό απόσπασμα φάνηκε να ανοίγει το βήμα του.

«Άγιε Αντρέα, σώσε μας από τούτα τα σκυλιά.» είπε πνιχτά και μέσα από τα δόντια του ο Κωνσταντής ενώ ο Μάριος φαινόταν ώρα με την ώρα να χάνει τις δυνάμεις του.

Καταλαβαίνοντας ότι το τέλος ήταν κοντά ο Κωνσταντής είπε στον Μάριο:

«Αδερφέ, εγώ είμαι χαμένος πια. Παράτα με. Τρέξε να σωθείς και μέχρι να απομακρυνθείς αρκετά, όσο μπορέσω, θα σε καλύψω με τα πυρά μου. Δε χρειάζεται να πεθάνουμε και οι δύο σε αυτή τη μάχη.»

«Κωνσταντή, ξέχνα το! Σου χρωστάω τη ζωή μου και άλλωστε δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να γυρίσω σπίτι μου σαν ρίψασπις και δειλός!» είπε ο Μάριος και στη συνέχεια αφού σταμάτησε τη μάταιη προσπάθειά του γύρισε το όπλο του προς τους Τούρκους και φώναξε με όλη του τη ψυχή:

«Νίκη ή θάνατος» και στη συνέχεια πυροβόλησε κάμποσες φορές προς τον εχθρό καταφέρνοντας μονάχα να τον επιβραδύνει ενώ ο Κωνσταντής, αφού μάζεψε όλη του τη δύναμη και ανασηκώθηκε ελαφρώς από το χώμα πέταξε με το γερό του χέρι τη μοναδική χειροβομβίδα που του είχε απομείνει προς τους Τούρκους.

Ενώ το τέλος ήταν μόλις μια κλωστή μακριά από τα δύο παλικάρια κάποιοι πυροβολισμοί που έρχονταν από τη μεριά του στάβλου χτύπησαν και σκότωσαν κάνα δυο Τούρκους. Ο Κωνσταντής με το Μάριο σάστισαν και απόρησαν ταυτόχρονα ενώ εξέλαβαν το γεγονός αυτό σαν υπερφυσικό σημάδι από κάποιο άγιο.

Στη συνέχεια προς μεγάλη τους έκπληξη μια νεαρή κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά, χυτά πάνω στους ώμους, λυγερή, φορώντας τη μαύρη φορεσιά του μακεδονομάχου ξεμύτισε από το στάβλο πυροβολώντας τους Τούρκους που συνέχιζαν να πλησιάζουν. Την έξοδο της κοπέλας από το στάβλο ακολούθησε και ένας ακόμα γκριζομάλλης μεσήλικας ο οποίος σε αντίθεση με εκείνη φορούσε απλοϊκά και τρυπημένα ρούχα. Από τη πρώτη ματιά μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι ο άντρας αυτός ήταν αγρότης ή κτηνοτρόφος.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα