Κεφάλαιο 8

16 2 0
                                    

Είχαν ήδη περάσει κάμποσες μέρες αφότου ο Κωνσταντής είχε καταταγεί εθελοντικά στο στρατό και τίποτα πλέον δεν του θύμιζε την παλιά του ζωή. Στο χώρο αυτό, ο Κωνσταντής, ήταν όπως άλλωστε και ο ίδιος γνώριζε, υποχρεωμένος να δείχνει τυφλή υπακοή στους ανωτέρους του προκειμένου εκείνος και οι συνάδελφοί του να καταφέρουν να νικήσουν στο πεδίο της μάχης.

Ύστερα λοιπόν από μία σύντομη στρατιωτική εκπαίδευση πάνω στον οπλισμό και στις βασικές γνώσεις που έπρεπε να διαθέτει ο κάθε πολεμιστής, σύσσωμο το σύνταγμα στο οποίο ο Κωνσταντής άνηκε, προωθήθηκε με κάθε δυνατό μέσο, όπως άλογα, κάρα ακόμα και με τα πόδια στο στρατηγείο του Τυρνάβου προκειμένου να ενωθεί με την υπόλοιπη στρατιά. Εκεί ο πολεμικές προετοιμασίες γίνονταν πλέον με πυρετώδεις ρυθμούς αφού ήταν πλέον θέμα λίγων ημερών μέχρις ότου ο στρατός να αναμετρηθεί με τον εχθρό.

Και πράγματι η μέρα εκείνη δεν άργησε καθόλου να έρθει. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό που πήραν οι στρατιώτες ένα σύνθημα αντήχησε απ' άκρη σ' άκρη από κάθε στόμα: «Αυτή είναι η τελευταία μπουκιά που τρώμε στη Θεσσαλία». Έτσι ο στρατός ξεχύθηκε σαν ποτάμι ορμητικό και κατέλαβε χωρίς αντίσταση την Ελασσόνα που βρέθηκε στο διάβα του. Όμως, ακόμα πιο μπροστά, οι Τούρκοι είχαν ταμπουρωθεί στα καλά οχυρωμένα στενά του Σαρανταπόρου που χώριζαν πλέον τους Έλληνες από το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Η έκβαση αυτής της μάχης θα ήταν αναμφίβολα αμφίρροπη. Ο ίδιος ο Γερμανός σύμβουλος ο οποίος είχε αναλάβει τη σχεδίαση της οχύρωσης της περιοχής, για λογαριασμό των Τούρκων, είχε εγγυηθεί ότι το μέρος εκείνο θα γινόταν ο τάφος του ελληνικού στρατού.

Παρόλα αυτά χωρίς δισταγμό ο αρχιστράτηγος και διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος διέταξε μια λυσσαλέα μετωπική επίθεση. Έτσι οι άνδρες μεθυσμένοι από την καρτερικότητα της νίκης και μια ορμή παρόμοια με εκείνη των προγόνων του '21 βάδισαν κατά του εχθρού. Για κακή τους τύχη όμως, τα πολυβόλα των Τούρκων, τα οποία βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση, θέριζαν όποιον άντρα έβρισκαν ακάλυπτο. Πλάι στον Κωνσταντή έπεφταν πότε νεκροί και πότε τραυματίες ένας ένας οι συμπολεμιστές του από τα εχθρικά πυρά που βούιζαν σαν ένα αγριεμένο σμήνος από μέλισσες. Αίφνης, τα μάτια του Κωνσταντή γέμισαν αίμα, πόνο και θάνατο. Τίποτα απ' όσα έβλεπε δεν μπορούσε να συγκριθεί με οτιδήποτε κι αν είχε παλιότερα φανταστεί για τον αγώνα στο σκληρό πεδίο της μάχης κόντρα στα σύγχρονα διαβολικά όπλα που ο άνθρωπος είχε σχεδιάσει και τα οποία τρέφονταν με το αίμα και τις σάρκες των στρατιωτών. Έπρεπε να κάνει κάτι για να βοηθήσει την κατάσταση σκέφτηκε.

Χάρη σε κάποιο πρωτόγονο ένστικτο που τον κυρίευσε, δίχως δεύτερη σκέψη, βούτηξε πάνω σε έναν συνάδελφο που βρισκόταν στα δεξιά του. Οι δύο άντρες, κουβάρι με τα όπλα τους, κατρακύλησαν πίσω από έναν μισογκρεμισμένο μαντρότοιχο, καταμεσής του πεδίου της μάχης, ενώ στο μέρος όπου νωρίτερα βρίσκονταν οι δυο τους, έσκαγε ένα βλήμα του τουρκικού πυροβολικού. Τα αυτιά του Κωνσταντή άρχισαν να βουίζουν από την έκρηξη ενώ ακόμα ο ίδιος δυσκολευόταν κάπως και στην όρασή του. Ένας πανικός κατέλαβε τον Κωνσταντή και τον έκανε να κοιτάξει αν όλα τα μέλη του σώματός του ήταν στη θέση τους. Για καλή του τύχη εκείνος κι ο συνάδελφός του ήταν καλά στην υγεία τους. Δυστυχώς όμως το ίδιο τυχερός δεν είχε σταθεί ένας άλλος στρατιώτης που έτυχε να βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα δίπλα από το σημείο πρόσκρουσης του βλήματος. Από την έκρηξη εκείνη, το δεξί του πόδι είχε ακρωτηριαστεί και ο ίδιος βρισκόταν ξαπλωμένος στο έδαφος να ουρλιάζει σαν λιοντάρι από τον αφόρητο πόνο, βουτηγμένος μέσα στη λάσπη και το ίδιο του το αίμα.

Αναμφίβολα, έξω από εκείνον τον μαντρότοιχο όλα έμοιαζαν με πραγματική κόλαση. Κάποιοι στρατιώτες προχωρούσαν έρποντας στο πεδίο της μάχης ενώ κάποιοι άλλοι σκοτώνονταν από τα συνεχόμενα τουρκικά πυρά. Αν μη τι άλλο η μάχη εκείνη έμοιαζε χαμένη εξ αρχής ενώ το μυαλό του Κωνσταντή πάλευε με την ίδια την τρέλα. Κάτι έπρεπε να γίνει σκέφτηκε.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now