Κεφάλαιο 27

11 2 0
                                    

Αφού ο Κωνσταντής έγραψε και ταχυδρόμησε το γράμμα του, όπως είχε νωρίτερα σχεδιάσει, πήρε ξανά το δρόμο της επιστροφής για το πλοίο που με τόση καλοσύνη και θαλπωρή τον καλωσόριζε και τον φιλοξενούσε στο σκαρί του κάθε φορά που επέστρεφε.

Μπορεί η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα η οποία διαπότιζε τα ρουθούνια του να του έφερνε ξανά ξεχασμένες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία και μια αγαλλίαση στην καρδιά, όμως αυτά που σήμαινε το πλοίο για αυτόν ήταν ασυγκρίτως δυνατότερα. Ο Κωνσταντής μπορούσε να κοιτά για ώρες ατελείωτες τη μαύρη σιδερένια αρματωσιά του πλοίου που έσκιζε τα θηριώδη κύματα της ανοιχτής θάλασσας και ποτέ να μη τη χορταίνει. Ήταν για εκείνον κάτι σαν σιδερένιος φύλακας άγγελος ή ακόμα κάποιο κάστρο.

Ακόμα και η ίδια η πλώρη του πλοίου, που απ' όταν θυμόταν τον εαυτό του ήταν βρώμικη και ακατάστατη και την οποία οι συνάδελφοι του την έβλεπαν με μισό μάτι, κι εκείνη ακόμα, σήμαινε κάτι ξεχωριστό για εκείνον. Στα μάτια του συμβόλιζε το πόσο βρώμικη και ακατάστατη ήταν και η ψυχή του ανθρώπου. Ήταν σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μόνο όταν κάποιος περνούσε δοκιμασίες ίδιες με αυτές του ναυτικού ήταν σε θέση να το αντιληφθεί με ένα τρόπο βαθύτερο. Παρόλα αυτά από το βρώμικο και ακατάστατο εκείνο μέρος μπορούσε να προκύψει το μεγαλύτερο καλό με τον ίδιο τρόπο που έβγαιναν και τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα όστρακα.

Πάνω στο καράβι ο Κωνσταντής ένιωθε το έντονο αρχέγονο ένστικτο που είχαν όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν και να κατακτήσουν το άγνωστο. Η ακατανίκητη δύναμη που ώθησε τον έκπτωτο Αδάμ και τα παιδιά του να κατακτήσουν τις στεριές, τις θάλασσες ακόμα και τον ίδιο τον ουρανό. Η ανάγκη για περιπέτεια και γνώση που ήταν χαραγμένη πάνω στην ανθρώπινη ψυχή από το ίδιο το θεϊκό χέρι.

Ο Κωνσταντής λοιπόν αφού ανέβηκε στο πλοίο πήγε στο πόστο του και στη συνέχεια ζήτησε άδεια για να σαλπάρουν από τη Σλιέμα και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Την έγκριση που έλαβε ο Κωνσταντής από τις λιμενικές αρχές ακολούθησε μια διαταγή του καπετάνιου προς το μηχανοστάσιο για να τεθούν οι μηχανές σε λειτουργία. Έτσι οι προπέλες του πλοίου, με τη σειρά τους, άρχισαν να δημιουργούν τα συνηθισμένα απόνερα καθώς το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται από το λιμάνι. Απόνερα τα οποία στα μάτια ενός Μαλτέζου που στεκόταν και παρακολουθούσε με έναν τρόπο νωχελικό και βαριεστημένο το πλοίο που απομακρυνόταν φάνταζαν ίδια με σήματα καπνού πάνω στον μενεξεδί ουράνιο καμβά.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now