Κεφάλαιο 44

8 2 0
                                    

Βγάζοντας έκπληκτος το κεφάλι του από τον κορμό του γέρικου δέντρου το οποίο τον έκρυβε, ο Κωνσταντής δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του. Μερικά μέτρα πιο πέρα, μια κοπέλα ήταν στριμωγμένη πάνω στον κορμό ενός άλλου δέντρου. Ένας άντρας στεκόταν ακριβώς μπροστά της και της έφραζε την όποια πιθανή διαφυγή ενώ ένα ακόμα πράγμα ήταν αυτό το οποίο συμπλήρωνε το σκηνικό του τρόμου. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από ένα μαχαίρι που ο άγνωστος κρατούσε με το δεξί του χέρι απειλητικά μπροστά από την ανήμπορη κοπέλα.

Ο Κωνσταντής αντικρίζοντας την κόψη του μαχαιριού του κακοποιού, η οποία άστραφτε κάτω από το βουβό φεγγαρόφως μέσα στην ερημιά της νύχτας ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του. Διόλου περίεργο αφού λίγο καιρό νωρίτερα το μαχαίρι ενός άλλου άγνωστου άντρα του υποκόσμου της Μασσαλίας λίγο έλλειψε να αφαιρέσει τη δική του ζωή. Ο Κωνσταντής για μια στιγμή στάθηκε κρυμμένος πίσω από το δέντρο αμφιταλαντευόμενος μέσα στις σκέψεις του.

Παρόλο που δείλιαζε, το μυαλό του δεν αργούσε να πάει στο κακό και η τύχη της άγνωστης κοπέλας βάραινε με τις τύψεις που τη συνόδευαν τους ώμους του Κωνσταντή σαν ένα αβάσταχτο φορτίο. Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου η εικόνα της επέμβασης του Κωνσταντή που έσωζε τον Μάριο στη μάχη του Σαρανταπόρου από το τουρκικό πυροβολικό άστραψε σαν φλας φωτογραφικής μηχανής μέσα στο μυαλό του. Τότε τα είχε καταφέρει και ο φίλος του ζούσε χάρη σε εκείνον. Έτσι, με περίσσια αποφασιστικότητα, ο Κωνσταντής έσφιξε τα δόντια και τις γροθιές του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Με ένα τίναγμα τόσο ξαφνικό που ούτε το θύμα αλλά ούτε και ο θύτης είχαν υπολογίσει ότι θα συνέβαινε ο Κωνσταντής πετάχτηκε πίσω από το δέντρο και άρχισε να χτυπά με γροθιές τον κακοποιό στα πλευρά και το κεφάλι ώσπου εκείνος γύρισε προς το μέρος του. Μέσα στον πανικό του, το μαχαίρι που κρατούσε πιο πριν είχε πέσει από τα χέρια του άγνωστου άντρα και για καλή τύχη του Κωνσταντή η κοπέλα είχε προλάβει να το κλωτσήσει μακριά από τους δυο άντρες.

Ο Κωνσταντής ο οποίος κατά κάποιο τρόπο έπαιρνε το αίμα του πίσω για την επίθεση του νταβατζή στη Μασσαλία άρχισε να γρονθοκοπεί με μανία τον κακοποιό στο πρόσωπο σπάζοντας του τη μύτη. Ζεστό, σκουρόχρωμο αίμα άρχισε να τρέχει από το πρόσωπο του αλλά αυτό δεν ήταν λόγος να φρενάρει διόλου τον Κωνσταντή, ο οποίος ετοιμαζόταν να χτυπήσει με το γόνατο του τον άγνωστο άντρα στα αχαμνά. Μάταια όμως αφού με όση δύναμη του είχε απομείνει, ο ληστής, σε μια απελπισμένη προσπάθεια έσπρωξε τον Κωνσταντή και άρχισε να τρέχει ώσπου εξαφανίστηκε από το μέρος εκείνο.

Η σπρωξιά η οποία ήταν αρκετά δυνατή έκανε τον Κωνσταντή να παραπατήσει και αφού το πόδι του μπλέχτηκε σε μια πέτρα να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί πάνω στο έδαφος με ένα δυνατό γδούπο. Για καλή του τύχη, το κεφάλι του για λίγο δεν προσγειώθηκε πάνω σε μια τεράστια πέτρα που βρισκόταν μερικά εκατοστά δίπλα του και η οποία θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει ακαριαία. Παρόλα αυτά η πτώση του και μόνο ήταν ικανή να του προκαλέσει έναν δυνατό πόνο και ένα μούδιασμα σε όλο του το κορμί. Σαν αντίδραση ο Κωνσταντής έσφιξε τα δόντια για να βαστάξει τον πόνο και να μην ουρλιάξει από το τράνταγμα, κοίταξε ψηλά τον νυχτερινό ουρανό και ευθύς αμέσως η άγνωστη κοπέλα έσκυψε από πάνω του.

Ήταν μια ψηλή καστανομάλλα και με πράσινα μάτια κοπέλα που τον κοιτούσε με έναν τρόπο αχόρταγο και περίεργο συνάμα, μη μπορώντας να συλλάβει με το μυαλό της το πόσο τυχερή ήταν που είχε μόλις σωθεί χάρη στην αναπάντεχη επέμβαση του Κωνσταντή. Η άγνωστη κοπέλα άπλωσε το δεξί τη χέρι και το πέρασε πίσω από το κεφάλι του Κωνσταντή που βρισκόταν πια ξαπλωμένος κατάχαμα. Στη συνέχεια άπλωσε το αριστερό της χέρι και σκούπισε από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του νεαρού τον ιδρώτα από τον τσακωμό που πλέον είχε ανακατευτεί με το χώμα από τη βίαιη πτώση του. Ακουμπώντας ξανά το πρόσωπο του σωτήρα της η καρδιά της σφίχτηκε και το κορμί της για μια στιγμή αναρίγησε. Έτσι η άγνωστη κοπέλα έσκυψε αναπάντεχα και φίλησε στο στόμα τον Κωνσταντή.

Συνεπαρμένος από την ένταση του τσακωμού αλλά και από την σπίθα που μόλις του είχε ανάψει η κοπέλα, ο Κωνσταντής έσφιξε με τα δυο του χέρια την κοπέλα και αφού οι δυο τους κατρακύλησαν εκείνος βρέθηκε από πάνω της. Όση ώρα εκείνος την φιλούσε με πάθος η κοπέλα άρχισε να τον ξεκουμπώνει. Και έτσι ύστερα από λίγη ώρα και ενώ η ορχήστρα που βρισκόταν μέσα στο κάστρο έπαιζε κλασσικά κομμάτια με αμείωτο ρυθμό, τα κορμιά των δυο άγνωστων νέων βρέθηκαν να πάλλονται και να στροβιλίζονται στο μεθυστικό ρυθμό του έρωτα.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now