Κεφάλαιο 84

12 2 0
                                    

Μετά το φονικό κι αφού άφησαν πίσω τους τον Κοστόφ να κείτεται νεκρός, ο Κωνσταντής και η Κατερίνα εγκατέλειψαν το λιμάνι και επιβιβάστηκαν στην πρώτη ελεύθερη άμαξα που βρήκαν, με προορισμό το ξενοδοχείο Αμέλια. Εκεί, αφού μάζεψαν άρον άρον τα πράγματα τους, πήγαν στη ρεσεψιόν και πλήρωσαν τη διαμονή τους στο ξενοδοχείο. Ήταν αλήθεια πως οι δυο τους, μέχρι στιγμής, είχαν καταφέρει να πάρουν την εκδίκηση τους και πως δεν κινδύνευαν πια από κάποιον άλλον εχθρό. Όμως, τα μάτια που τους είχαν δει μαζί με τον Κοστόφ ήταν πολλά κι έτσι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη το συντομότερο δυνατό.

Έτσι, αφού πλήρωσαν τη διαμονή τους στο ξενοδοχείο, βγήκαν στο δρόμο και κατευθύνθηκαν προς το σιδηροδρομικό σταθμό που ένωνε την πόλη με τόσους άλλους εμπορικούς κόμβους και προορισμούς στα Βαλκάνια. Η νύχτα είχε ήδη απλώσει τα σκοτεινά της πέπλα πάνω από τη μαγευτική πόλη του Θερμαϊκού, ενώ ο κρύος Βαρδάρης κατέβαλε ολοένα και πιο επίμονες προσπάθειες για να παγώσει τον Κωνσταντή και την Κατερίνα. Παρόλα αυτά, για καλή τους τύχη, ο σταθμός δεν απείχε πολύ από το ξενοδοχείο κι έτσι το νεαρό ζευγάρι μπήκε μέσα στο πετρόχτιστο κτίριο του σταθμού για να προφυλαχτεί από το δριμύ κρύο που ολοένα και δυνάμωνε.

Όση ώρα η Κατερίνα περίμενε καθισμένη σε ένα παγκάκι τον Κωνσταντή, εκείνος θα αγόραζε τα πολυπόθητα εισιτήρια της διαφυγής τους. Φτάνοντας στον υπάλληλο του γκισέ που περίμενε βαριεστημένος για να εξυπηρετήσει τους ταξιδιώτες, ο Κωνσταντής απευθύνοντας του το λόγο ρώτησε:

«Πότε φεύγει το επόμενο τρένο για Κωνσταντινούπολη;»

«Σε μισή ώρα από τώρα.» απάντησε στον Κωνσταντή, αφού πρώτα χασμουρήθηκε λιγάκι, ο υπάλληλος του γκισέ.

«Δώσε μου δυο εισιτήρια.» απάντησε κοφτά ο Κωνσταντής βγάζοντας από την τσέπη του και ύστερα δίνοντας στον υπάλληλο ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.

Αφού πήρε τα εισιτήρια στα χέρια του, ο Κωνσταντής κατευθύνθηκε σε έναν κοντινό πλανόδιο πωλητή και αγόρασε από εκείνον μερικά ψημένα κάστανα που ακόμα άχνιζαν. Ύστερα αφού έψαξε με τη ματιά του ολόγυρα εντόπισε την Κατερίνα κι έτσι κατευθύνθηκε προς το παγκάκι όπου καθόταν. Αφού κάθισε πλάι της άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και είπε:

«Φάε Κατερίνα. Θα σου κάνει καλό ύστερα από τόσο κρύο και ταλαιπωρία. Χρειάζεσαι τις δυνάμεις σου πίσω.»

Στο άκουσμα της κουβέντας του η Κατερίνα γύρισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνος, ανακουφισμένος όπως ήταν, μιας και ο κίνδυνος και η πίεση των τελευταίων ημερών δεν αποτελούσαν πια παρά μόνο μια κακιά ανάμνηση γύρισε και φίλησε παθιασμένα στο στόμα την Κατερίνα.

«Χωρίς εσένα δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει.» είπε τότε η Κατερίνα.

«Μην αναρωτιέσαι τι θα είχε συμβεί Κατερίνα. Ονειρέψου μονάχα το μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας.» απάντησε ο Κωνσταντής ενώ οι δυο νέοι απόμειναν εκεί, στο φτωχικό παγάκι ζώντας αυτές τις στιγμές έρωτα και ανεμελιάς που τόσο καιρό είχαν στερηθεί. Κι έτσι, μισή ώρα αργότερα, αφού σφύριξε δυνατά, σταμάτησε μπροστά από την αποβάθρα που πλέον είχε αρχίσει να κατακλύζεται από ταξιδιώτες, το τρένο που θα πήγαινε τον Κωνσταντή και την Κατερίνα στην Πόλη.

«Άντε. Σε δυο μέρες το πολύ από τώρα θα φτάνουμε στον προορισμό μας.» είπε ο Κωνσταντής αφού εκείνος και η Κατερίνα ανασηκώθηκαν από το παγκάκι και ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς το τρένο ενώ οι εργάτες του σταθμού φόρτωναν διαφόρων ειδών εμπορεύματα στα τελευταία βαγόνια του συρμού.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now