Κεφάλαιο 40

11 2 0
                                    

Το μεσημέρι της επομένης η Αλεξανδρέττα έφτανε στον προορισμό της που δεν ήταν άλλος από τη Λισσαβόνα, την πρωτεύουσα της θαλασσοκράτειρας Πορτογαλίας. Το πλοίο πλέοντας πια με χαμηλή ταχύτητα εισερχόταν στον στενό κόλπο που σχηματιζόταν από τις εκβολές του ποταμού Τάγος για να ρίξει άγκυρα και να βρει καταφύγιο στο απάνεμο λιμάνι της πόλης.

Όση ώρα το πλοίο έπλεε με προορισμό τον κάβο που θα το φιλοξενούσε στην επόμενη στάση του ο παμπάλαιος και καστροχτισμένος πύργος του Αγίου Βικεντίου ή Πύργος της Μπελέμ όπως συχνά αποκαλούνταν δέσποζε στα αριστερά με καμάρι αυτοκρατορικό και ένδοξο, πίσω από τις στιβαρές πολεμίστρες και τους σχηματισμένους σταυρούς κάτω από τα παράθυρα του.

Μετά από λίγη ώρα και ύστερα από τις περίτεχνες μανούβρες του έμπειρου πληρώματος και του καπετάνιου του πλοίου, η Αλεξανδρέττα μπόρεσε να αγκυροβολήσει στο λιμάνι εκείνο. Στην αποβάθρα του, κάτω από τους ψηλούς γερανούς που χρησίμευαν για να φορτώνουν τα διαφόρων ειδών εμπορεύματα περιδιάβαινε με ανεξάντλητη φόρα ένα πολύβουο και πολύγλωσσο ανθρώπινο μπουλούκι που απαρτιζόταν από σκληροτράχηλους ναύτες, επιχειρηματίες που έσπευδαν να κλείσουν κάποια επικερδή συμφωνία, εκτελωνιστές αλλά κα κάθε άλλου είδους τυχοδιώκτες που περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να κινηθούν και να βγάλουν χρήματα. Ακόμα πιο πίσω από τους γερανούς και τους περιπλανώμενους και φασαριόζους λιμενεργάτες βρισκόταν ο τερματικός σταθμός του τρένου όπου έφταναν τα διάφορα εμπορεύματα για να φορτωθούν σε κάποιο από τα αναρίθμητα φορτηγά πλοία.

Ο Κωνσταντής ήταν σίγουρος ότι κάπου εκεί τριγύρω θα ήταν στριμωγμένα και τα ολοκαίνουρια βιομηχανικά μηχανήματα που είχαν φτάσει ως εκεί με τον σιδηρόδρομο από τις γερμανικές φάμπρικες που δούλευαν πυρετωδώς όπως πάντα. Όπως τους είχε πει εκείνο το πρωί ο καπετάνιος το πλοίο τους θα μετέφερε το φορτίο αυτό ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Μπουένος Άιρες.

Αφού το πλοίο έδεσε στο λιμάνι ο καπετάνιος μαζί με τον Κωνσταντή, δίχως να χάσουν πολύτιμο χρόνο κατέβηκαν στην προβλήτα και περπάτησαν μέχρι την πλησιέστερη στάση του τραμ. Πίσω στο πλοίο, ο ύπαρχος, θα τακτοποιούσε τα γραφειοκρατικά καθώς και τα άλλα θέματα που είχαν να κάνουν με το φορτίο του πλοίου ενώ ο καπετάνιος θα τακτοποιούσε άλλα γραφειοκρατικά ζητήματα σε κάποιο από τα υπουργεία.

Όση ώρα το τραμ διέσχιζε την πόλη ο Κωνσταντής είχε τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσει τη θέα των πολύχρωμων σπιτιών της ιστορικής πόλης ενόσω οι άνθρωποι την ώρα εκείνη γύριζαν από τις δουλειές στα σπίτια τους για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν λιγάκι. Άλλοι σκυφτοί από την κούραση ενώ άλλοι οι πιο νέοι γεμάτοι ακόμα με μια αστείρευτη ενέργεια ενώ οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες προσπαθούσαν να ξεπουλήσουν τα τελευταία φύλλα της εφημερίδας, διαλαλώντας τα, πριν να αφήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους, το πόστο τους. Το πιο αξιοσημείωτο όμως ήταν ότι παρόλο που η Λισσαβόνα ήταν μια πόλη με παράθυρο που κοιτούσε στον Ατλαντικό ωκεανό ο αέρας της απέπνεε μεσογειακό άρωμα και χάρη.

Ύστερα από κάμποση ώρα το τραμ έφτασε επιτέλους στον προορισμό των δύο αντρών κι εκείνοι με τη σειρά τους κατέβηκαν μπροστά από το κτίριο του πορτογαλικού υπουργείου, στην είσοδο του οποίου η κοκκινοπράσινη σημαία έπνεε νωχελικά από το ελαφρύ αεράκι.

Ο καπετάν-Γιώργης προχώρησε με σιγουριά προς τον φρουρό που στεκόταν στην είσοδο του κτιρίου και αφού του εξήγησε πως είχε κάποια συνάντηση εκεί μπήκε μαζί με τον Κωνσταντή στο κτίριο βγάζοντας τα πηλίκια από τα κεφάλια τους και τοποθετώντας τα ανάμεσα από το αριστερό χέρι και το πλευρό. Περπάτησαν πάνω στο χοντρό με πορφυρό χρώμα χαλί ως την παρακείμενη σκάλα ενώ διάφοροι κρατικοί υπάλληλοι περπατούσαν πλάι σε εκείνους απορροφημένοι από τις δουλειές τους και χωρίς να τους δίνουν την παραμικρή σημασία.

Οι δυο άντρες αφού ανέβηκαν στον επάνω όροφο με τους πλουμιστούς πολυελαίους περπάτησαν καμιά δεκαπενταριά μέτρα και στη συνέχεια σταμάτησαν έξω από μια βαριά ξύλινη πόρτα που χωρίς αμφιβολία θα στέγαζε το γραφείο κάποιου υψηλόβαθμου αξιωματούχου.

«Φτάσαμε εδώ που θέλαμε. Ας ελπίσουμε ο υπουργός να μην είναι απασχολημένος και να τελειώσουμε γρήγορα.» είπε ο καπετάνιος λύνοντας στον Κωνσταντή την απορία σχετικά με το ποιον θα συναντούσαν. Ο καπετάνιος τότε χτύπησε την πόρτα και μια αντρική φωνή αποκρίθηκε από μέσα κάνοντας τους δυο ναυτικούς να μπουν μέσα. Ο καπετάνιος συστήθηκε στο γραμματέα και ύστερα κάθισε με τον Κωνσταντή σε έναν μεγάλο και πολυτελή δερμάτινο καναπέ. Στη συνέχεια ο γραμματέας κάλεσε στο τηλέφωνο και αφού πήρε έγκριση είπε στον καπετάν-Γιώργη ότι θα μπορούσε να συναντηθεί με τον υπουργό.

Εκείνος με τη σειρά του σηκώθηκε ξανά από τον καναπέ και αφού άνοιξε την πόρτα που βρισκόταν δίπλα από το γραφείο του γραμματέα μπήκε σε ένα μικρότερο χώρο που ήταν το γραφείο του υπουργού. Όση ώρα ο καπετάνιος θα συναντούσε τον υπουργό, ο Κωνσταντής θα περίμενε στο γραφείο του γραμματέα του αφού οι δυο άντρες θα συζητούσαν κάποιο θέμα ιδιαιτέρως. Ο καπετάνιος μπήκε στο γραφείο του υπουργού και έκλεισε πίσω του την περίτεχνη πόρτα ενώ την ίδια ώρα κάποιος υπάλληλος του υπουργείου μπήκε στο γραφείο του γραμματέα και ξεκίνησε να συζητά κάποιο υπηρεσιακό θέμα μαζί του.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now