Κεφάλαιο 39

9 2 0
                                    

Εδώ και αρκετές ώρες το φιλόξενο φορτηγό πλοίο είχε αποπλεύσει από το πλουμιστό και εξωτικό λιμάνι της Ταγγέρης και πλέον κατευθυνόταν ολοταχώς για το λιμάνι της Λισσαβόνας το οποίο όπως όλα θα έδειχναν θα ήταν η τελευταία στάση του πληρώματος στην Ευρώπη. Ύστερα από τη στάση αυτή ο καπετάνιος ανάλογα με το φορτίο και τον προορισμό θα σκάρωνε νέες ρότες πάνω στον χιλιοταλαιπωρημένο από τα ταξίδια και την αλμύρα χάρτη, με το χάρακα, την πυξίδα και τα άλλα ναυτικά του όργανα.

Το πλοίο πλέον έπλεε με κατεύθυνση το βορρά παράλληλα προς τις ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου έτσι ώστε τα βουνά αλλά και οι ανοιχτές πεδιάδες αντίκρυ τους, σαγήνευαν το μάτι των ναυτικών σαν τη γοητεία μιας γυναίκας που όσο και να πάσχιζαν δεν θα ενέδιδε στον φλογερό έρωτα τους. Νέοι τόποι, νέοι άνθρωποι και νέος αέρας έπνεαν τριγύρω κάνοντας τον Κωνσταντή να μη χορταίνει με τίποτα, σαν να ήθελε να ταιριάξει τον κόσμο ολόκληρο μέσα στις δυο του παλάμες. Τόσο δυνατός ένιωθε και τόσο πολύ διψούσε να αδράξει τη σκυτάλη της ζωής.

Η δουλειά όμως στη γέφυρα του πλοίου έκανε τον Κωνσταντή να ξεχαστεί τόσο ώστε να μην καταλαβαίνει το πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα αφού ο ήλιος την ώρα εκείνη βουτούσε σαν μια μεγάλη σφαίρα στα φουσκωμένα νερά του ατελείωτου ωκεανού χρωματίζοντας τα σε τόνους μπρούτζινους. Οι δείκτες του ρολογιού που βρίσκονταν πάνω από το πηδάλιο του πλοίου έλαβαν θέση δείχνοντας επτά ακριβώς ώστε το ρολόι χτύπησε με τη σειρά του επτά φορές διαλύοντας τους πυκνούς όπως η σκοτσέζικη ομίχλη λογισμούς στο μπερδεμένο μυαλό του Κωνσταντή. Μια ώρα του απέμενε ακόμα μπροστά στην κονσόλα του μαρκόνη και ύστερα θα ξεκούραζε το ταλαιπωρημένο από τη χθεσινή κραιπάλη κορμί του ξαπλώνοντας στην καμπίνα του. Για να μπορέσει λοιπόν να στρέψει την προσοχή του αλλού ο Κωνσταντής έσκυψε στο βιβλίο με την αγγλική ορολογία τηλεπικοινωνιών που βρισκόταν μπροστά του.

Η ώρα λοιπόν δεν άργησε να περάσει και έτσι οι ναυτικοί της επόμενης βάρδιας πρόβαλαν στην είσοδο της γέφυρας όπως προβάλλουν τα πλοία μπροστά από τον κυματοθραύστη κάποιου λιμανιού. Ήταν ο καπετάν-Γιώργης, ο Σταύρος ο αρχιμαρκόνης του πλοίου και ο Κουτλάι ο μυστηριώδης Ουζμπέκος ναύτης. Ο καπετάνιος βάδισε πρώτος μέσα στη γέφυρα με ένα χαμόγελο να καλύπτει απ' άκρη σ' άκρη το πρόσωπο του ενώ οι άλλοι δυο ακολουθούσαν από πίσω με τρόπο νωχελικό και βαριεστημένο.

«Νιώθω λες και η τύχη με ακολουθεί σε κάθε βήμα μου από χθες.» είπε ο καπετάνιος για να συμπληρώσει λέγοντας:

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now