Κεφάλαιο 85

36 2 4
                                    

Πράγματι, δυο μέρες αργότερα το τρένο με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη έφτανε στον τελικό προορισμό του που δεν ήταν άλλος από την Κωνσταντινούπολη. Φτάνοντας εκεί, το μυαλό του, όχι άδικα, πάλευε να συμφιλιώσει αντικρουόμενα αισθήματα, φόβους και αναπάντητα ερωτήματα που στριφογύριζαν όπως οι κόκκοι της άμμου μια κλεψύδρας μέσα στο αεικίνητο μυαλό του. Κωνσταντινούπολη ή Ιστάνμπουλ όπως και αν την αποκαλούσε κανείς για εκείνον ήταν η Βασιλεύουσα, ο τελικός προορισμός εκείνου του πολέμου όπου είχε δεχτεί να πολεμήσει σαν εθελοντής.

Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Κωνσταντής, είχε αφηγηθεί στην Κατερίνα την από θαύμα σωτηρία του από βέβαιο θάνατο, κάνοντας την να σαστίσει όχι μόνο με αυτή την ίδια αλλά και με το περιεχόμενο του οράματος του. Όπως και η ίδια είχε εύστοχα πει στον Κωνσταντή, η βασανισμένη ζωή του, οι δοκιμασίες ακόμα και το ίδιο του το όνομα ταίριαζαν σαν κομμάτια ενός μυστήριου παζλ. Παρόλα αυτά μονάχα ο χρόνος θα κατάφερνε να λύσει το κουβάρι του μυστηρίου.

Αφού περιηγήθηκαν σε ένα πραγματικό σταυροδρόμι θρησκειών, πολιτισμών και ανθρώπων, μυρίζοντας το άρωμα του φρεσκοκομμένου καφέ της ανατολής, των λαχταριστών σιμίτ και ακούγοντας τις φωνές των εμπόρων να παζαρεύουν με τους επίδοξους πελάτες τους, έφτασαν στο Φατίχ όπου και επέλεξαν να μείνουν σε ένα ξενοδοχείο που άκουγε στο όνομα Αναντολού οτελί.

Όταν η νύχτα απλώθηκε πάνω από την Πόλη και το χλωμό χειμωνιάτικο φεγγάρι σκαρφάλωσε στον ουρανό ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, φωτίζοντας τα νερά του Βοσπόρου, ο Κωνσταντής με την Κατερίνα άφησαν πίσω τους το Αναντολού οτελί για να πάνε, όπως νωρίτερα είχαν αποφασίσει, στο Καφέ αμάν, ένα από τα πιο φημισμένα ρεμπέτικα στέκια ολόκληρης της Ανατολής.

Μπήκαν και κάθισαν σε ένα από τα τραπεζάκια και παρήγγειλαν κόκκινο κρασί ημίγλυκο για να πιουν. Κι όταν το κρασί ζέστανε τα εσώψυχα του Κωνσταντή που τόσο καιρό ήταν πληγωμένα και πονούσαν σηκώθηκε στην πίστα για να χορέψει ένα πολίτικο χασάπικο ανακαλώντας στο μυαλό του τόπους μακρινούς και εποχές αλλοτινές.

Κάποια στιγμή λοιπόν που ο Κωνσταντής χόρευε ένιωσε ένα χέρι να απλώνεται πάνω στον ώμο του και πλάι σε εκείνον να χορεύει ρυθμικά χασάπικο. Τότε ο Κωνσταντής γύρισε και αυτό που είδε τον έκανε πραγματικά να τα χάσει:

«Ύπαρχε! Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε παραξενεμένος ο Κωνσταντής.

«Γύρισα Κωνσταντή. Ο άνθρωπος όσο και να γυρίσει στον κόσμο αργά ή γρήγορα θα γυρίσει στις ρίζες του· στον τόπο του. Γύρισα πίσω Κωνσταντή. Στην πατρίδα μου, στη μοναδική μου αδερφή και το σπιτικό μου. Γύρισα για να πολεμήσω με τους δαίμονες μου.» είπε ο ύπαρχος ενώ όσο ο Κωνσταντής χόρευε μέσα στη διάχυτη μυσταγωγία ένιωθε να κλείνουν οι παλιές πληγές που ακόμα τον βασάνιζαν.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now