Κεφάλαιο 70

9 2 0
                                    

Το πρωί της επομένης πριν καλά καλά ο ήλιος προφτάσει να ξεμυτίσει στο ουράνιο στερέωμα, ο Κωνσταντής βρισκόταν με τους δυο σκαφτιάδες που είχε ζητήσει από τον Χαράλαμπο να του προσλάβει, στην εκκλησία του Άι Γιάννη πλάι στον αιωνόβιο πλάτανο που εδώ και μήνες στοίχειωνε τον ύπνο του.

Δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια κι αφού έσκαψαν μερικά μέτρα μέσα στη γη τα λευκά και ξεπλυμένα από τις βροχές και τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης κόκαλα του Αντώνη, πρόβαλαν κάτω από τον μενεξεδί ουρανό των Γιαννιτσών. Με μάτια πρησμένα από τα δάκρυα και χέρια που έτρεμαν από την ψυχολογική φόρτιση ο Κωνσταντής πήρε στα χέρια του το κρανίο του μακαρίτη αδελφού του.

Ήταν χειμώνας κι εκείνος παιδάκι όπως ήταν καθόταν με τον αδελφό του μπροστά από το αναμμένο τζάκι στο σπίτι του θείου τους του Μιχάλη στην Πάτρα. Όση ώρα η αχόρταγη φωτιά ροκάνιζε με μανία τα κούτσουρα ζεσταίνοντας ζεσταίνοντας τη μικρή μονοκατοικία, η βροχή λυσσομανώντας χτυπούσε ακατάπαυστα στα τζάμια θέλοντας να εισβάλλει στο σπίτι. Ακόμα πιο πίσω τους, ο καπετάν-Μιχάλης καθόταν στην πολυθρόνα του και φορώντας τη βαριά χειμωνιάτικη ρόμπα του κάπνιζε έναν βαρύ καπνό από την αγαπημένη πίπα του. Ήταν η πίπα εκείνη που ο καπετάνιος είχε αγοράσει από κάποιο μακρινό λιμάνι της Κίνας όταν ανάρρωσε από την ασιατική γρίπη. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε εκείνο τον καιρό. Πόσο πολύ όμως πλανιόταν;

Τα δυο αδέρφια, αχώριστα όπως ήταν μετά τον θάνατο του πατέρα τους στον πόλεμο του 1897, σχεδίαζαν μαζί μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, αντάξια των προσδοκιών του θείου τους που ήταν ο ήρωας της γειτονιάς. Τα χρόνια εκείνα οι δυο πιτσιρικάδες σχεδίαζαν το αγαπημένο τους ταξίδι μακριά ως τη μυστηριώδη Ιαπωνία, τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου μα δυστυχώς τότε λησμονούσαν κάτι. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το ότι όταν ο Θεός ακούει τα σχέδια των ανθρώπων γελά με αυτά όπως όταν ο πατέρας ακούει τα σχέδια των παιδιών του που τόσα λίγα γνωρίζουν για το αύριο.

Συντετριμμένος όπως ήταν ο Κωνσταντής ύστερα από το βασανιστικό ταξίδι στο δαιδαλώδες βασίλειο των αναμνήσεων, άφησε πάλι το κρανίο στη θέση του. Ο παπά-Σωτήρης πλησίασε τότε με το πετραχήλι φορεμένο γύρω από το λαιμό τον Κωνσταντή κι αφού τον αγκάλιασε γύρω από τους ώμους του είπε:

«Να ζήσετε να τον θυμόσαστε Κωνσταντή. Τώρα η ψυχή του μακαρίτη θα βρει την ανάπαυση της.» είπε ο ιερέας κι αφού ολοκλήρωσε την κουβέντα του ξεκίνησε με το «Ευλογητός ο Θεός» την κηδεία του Αντώνη. Την κηδεία που του άρμοζε και την οποία δεν μπόρεσε να έχει πάνω στην αντάρα της μάχης.

Καθώς είχε πια ξημερώσει, πολλοί περαστικοί που έτυχε να περνούν από την εκκλησία του Άι-Γιάννη στάθηκαν εκεί για λίγο, άλλοι για να δουν τι συμβαίνει κι άλλοι από ευλάβεια προς το νεκρό. Κάπου ανάμεσα τους, καθώς είχε πληροφορηθεί την είδηση από τους κατοίκους στεκόταν κι ο δήμαρχος της πόλης.

Αφού ο ιερέας τελείωσε την κηδεία του Αντώνη και βλέποντας ο Κωνσταντής πως αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί και παρακολουθούσε, βγήκε απέναντι από το πλήθος και ξεκίνησε να εκφωνεί ένα λόγο λέγοντας:

«Καλημέρα σε όλους. Βλέπω πως αρκετός κόσμος που έτυχε να περνάει από το σημείο στάθηκε για να τιμήσει το νεκρό, έκρινα σκόπιμο πως έπρεπε να σας πω δυο κουβέντες. Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος και ο μακαρίτης είναι ο Αντώνης, ο αδελφός μου. Ο Αντώνης εμφορούμενος από αγνά πατριωτικά αισθήματα και επιθυμώντας να συνεισφέρει στην ένωση της Μακεδονίας με την μητέρα Ελλάδα αλλά και να δει την ανάσταση του έθνους ήρθε εδώ ως εθελοντής του Μακεδονικού Αγώνα εγκαταλείποντας την ασφάλεια της δικής του ιδιαίτερης πατρίδας. Παρόλα αυτά ο Αντώνης δε στάθηκε τυχερός αφού σε μια μάχη με τους κομιτατζήδες έχασε τη ζωή του. Παρόλα αυτά πάνω στη φωτιά της μάχης δεν μπόρεσε να λάβει την κηδεία που αξίζει σε έναν ήρωα.

Βάζοντας λοιπόν πάνω απ' όλα το απαραβίαστο ιδανικό της οικογένειας ήρθα εδώ από τη μακρινή Αργεντινή, αφήνοντας στη μέση τις επιχειρήσεις μου και τις υπόλοιπες δουλειές μου για να πω το ύστατο χαίρε στον Αντώνη.» είπε ο Κωνσταντής κι αφού κάρφωσε με μια δολοφονική ματιά όμοια με κάποιου θηρίου τον Πέτρο, που στεκόταν κάπου ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, συνέχισε το λόγο του λέγοντας:

«Στο σημείο αυτό λοιπόν θέλω να σας ευχαριστήσω όλους θερμά και ταυτόχρονα να σας διαβεβαιώσω πως θα ξοδέψω ολόκληρη την περιουσία μου ακόμα και την ίδια μου τη ζωή εάν χρειαστεί για να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι της δολοφονίας. Οι ίδιοι υπαίτιοι που επιβουλεύονται και μισούν τον σκοπό της θυσίας αυτής, ο οποίος δεν είναι άλλος από την προσφορά στη μητέρα Ελλάδα και τη Μακεδονία.» είπε ο Κωνσταντής κι αφού ολοκλήρωσε το λόγο του η μπάντα που είχε προσλάβει παιάνισε τον εθνικό ύμνο χαιρετίζοντας το νεκρό ήρωα κι ύστερα οι σκαφτιάδες σκέπασαν με τα ίδια χώματα τη σωρό του εκλιπόντος ενώ στη συνέχεια τοποθέτησαν από πάνω μία επιτύμβια στήλη.

Αφού η κηδεία τελείωσε πολλοί από τους παρευρισκόμενους έσπευσαν να συλλυπηθούν τον Κωνσταντή με πρώτο απ' όλους το δήμαρχο της πόλης. Κάπου εκεί παραπίσω, έχοντας πάρει το το μήνυμα που έπρεπε και προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τις κινήσεις του Κωνσταντή στεκόταν ο Πέτρος δίχως να γνωρίζει ότι η εκδίκηση του Κωνσταντή είχε μόλις ξεκινήσει.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now