Κεφάλαιο 83

9 2 0
                                    

«Κωνσταντίνε.» ακούστηκε μια μπάσα αντρική φωνή, αντιλαλώντας και κάνοντας τον Κωνσταντή να τραβήξει το πρόσωπο του από το ξερό και σβολιασμένο χώμα. Αφού ο Κωνσταντής κοίταξε για λίγο τριγύρω κατάλαβε πως βρισκόταν ξαπλωμένος μπρούμυτα σε μια κατάξερη και γεμάτη αυλακιές πεδιάδα. Το θέμα όμως που αντίκριζε ήταν ικανό για να τον τρομοκρατήσει για τα καλά. Ολόγυρα από εκείνον αμέτρητα, λευκά και ξεπλυμένα ανθρώπινα κόκαλα ήταν διασκορπισμένα παντού.

«Τι συμβαίνει; Που βρίσκομαι Θεέ μου;» ρώτησε κατατρομοκρατημένος ο Κωνσταντής.

«Είσαι νεκρός Κωνσταντίνε. Οι σφαίρες του Κοστόφ σε σκότωσαν στη Θεσσαλονίκη.» απάντησε η μυστηριώδης φωνή αντιλαλώντας μακριά στο βάθος.

«Θεέ μου! Τελείωσαν όλα! Και η Κατερίνα;» ρώτησε ανάστατος ο Κωνσταντής.

«Πάμε! Είναι κάτι που πρέπει να σου δείξω.» αποκρίθηκε με έναν ακόμη πιο μυστηριώδη τρόπο η άγνωστη φωνή για να προσθέσει λέγοντας:

«Κλείσε τα μάτια σου.» ενώ ύστερα απ' αυτό ο Κωνσταντής υπάκουσε για να ακούσει ύστερα από λίγο:

«Άνοιξε τώρα τα μάτια σου Κωνσταντίνε.» ενώ αφού Κωνσταντής υπάκουσε τη φωνή, βρέθηκε γονατισμένος μέσα σε μία σκοτεινή εκκλησία. Μπροστά από εκείνον και πίσω από δυο τρεμάμενα καντήλια βρισκόταν η εικόνα του Ταξιάρχη και Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τότε ένα δέος και ένας φόβος συνάμα πλάκωσε την καρδιά του Κωνσταντή κάνοντας τη ραχοκοκαλιά του να αναριγήσει.

«Βρίσκεσαι στο σπίτι μου. Απ' όλα τα μέρη του κόσμου ο ναός αυτός, στο Μανταμάδο, είναι η κατοικία μου. Κωνσταντίνε έως τώρα έβαψες τα χέρια σου με άπλετο ανθρώπινο αίμα. Ήταν ένα φρικτό λάθος και πρέπει να υποστείς τις συνέπειες.» είπε η φωνή του Αρχαγγέλου αντηχώντας μέσα στους τοίχους του ερημικού ναού.

«Θα υπομείνω ό,τι μου αξίζει.» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο Κωνσταντής.

«Είσαι όμως έτοιμος να δεις κάτι που θέλω να σου δείξω; Είσαι αρκετά γενναίος;» ξαναρώτησε η φωνή.

«Είμαι!» απάντησε κοφτά ο Κωνσταντής κι ύστερα ένιωσε κάποιος να τον γραπώνει από τα ρούχα κι ύστερα να αιωρείται πάνω από την παλιά εκκλησία και πιο μετά πάνω από τη Λέσβο. Αργότερα ο Κωνσταντής βρέθηκε να πετά για ώρα πάνω από το νυχτερινό και φουρτουνιασμένο Αιγαίο ώσπου κάποια στιγμή τα πόδια του άγγιξαν ξανά την ξηρά. Τώρα βρισκόταν, λίγο πιο έξω από ένα μικρό χωριό του Κιλκίς. Μαύρα σύννεφα είχαν κυκλώσει από παντού τον ουρανό ενώ σε λίγο, η φωνή ακούστηκε ξανά.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαحيث تعيش القصص. اكتشف الآن