Κεφάλαιο 22

12 2 0
                                    

Αφού ο ήλιος πήρε ξανά τη σκυτάλη από το διαβάτη της νύχτας, το φεγγάρι, άρχισε σιγά σιγά να ξεμυτίζει, γεμίζοντας με θερμά χρώματα το ουράνιο στερέωμα. Ο πειραιώτικος ουρανός ήταν πεντακάθαρος από σύννεφα εκείνη την ώρα.

«Θα έχουμε ένα καλό ταξίδι.» σκέφτηκε ο Κωνσταντής ενώ το λιμανίσιο ανθρώπινο σμάρι είχε αρχίσει για μία ακόμα μέρα να περιδιαβαίνει το λιμάνι όπως καθημερινά συνήθιζε.

Ο Κωνσταντής παράγγειλε και ήπιε σχεδόν μονορούφι ένα φλιτζάνι καφέ ίσα-ίσα για να πάρει δυνάμεις. Δεν ήταν διόλου κουρασμένος αφού το νεανικό του αίμα έβραζε μέσα στις φλέβες του. Παρόλα αυτά η μέρα θα ήταν μεγάλη και θα χρειαζόταν κάθε βοήθεια για να αντέξει στη βάρδια.

Έτσι, αποτελειώνοντας τον καφέ του βγήκε από το μικρό λιμανίσιο μπακαλικάκι και κατευθύνθηκε προς το τωρινό του σπιτικό που δεν ήταν άλλο από το ολόγυρα ζωσμένο με τη μαύρη και εντυπωσιακή λαμαρίνα ατμόπλοιο, που άκουγε στο όνομα Αλεξανδρέττα. Το πλοίο αυτό ήταν το σπιτικό του και το πλήρωμα του οικογένεια του τώρα πια.

Αφού ανέβηκε στο πλοίο, ο Κωνσταντής κατευθύνθηκε προς τη γέφυρα για να συναντήσει τον καπετάνιο και τον ύπαρχο του πλοίου. Σε μια ώρα το πλοίο θα αναχωρούσε για το συνηθισμένο του δρομολόγιο προς τα δυτικά.

«Βρε βρε! Καλώς τον! Λίγο ακόμα και θα νόμιζα ότι σε ξεμυάλισε καμία καπάτσα Πειραιώτισσα και ότι θα την κοπάναγες από το πλοίο.» είπε ο καπετάν-Γιώργης θέλοντας να πειράξει τον Κωνσταντή.

«Καπετάνιε λες όντως να είναι αλήθεια; Αν είναι έτσι όχι μαρκόνης δε βλέπω να γίνεται αλλά ούτε καν θαλασσοπούλι στο κατάστρωμα.» είπε ο ύπαρχος θέλοντας να συνεχίσει το προηγούμενο πείραγμα.

«Κι όμως. Το δίπλωμα το πήρα. Τελικά θα γίνω μαρκόνης στο πλοίο.» είπε ο Κωνσταντής αποτελειώνοντας τη φράση του με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του.

«Μπράβο ο νέος!» είπε ο καπετάνιος αφού σχεδόν έπιασε με ένα κεφαλοκλείδωμα το κεφάλι του Κωνσταντή.

«Άντε πιείτε ένα ποτηράκι να το γιορτάσουμε! Είναι για το καλό.» είπε ο ύπαρχος ενώ στη συνέχεια γέμισε τρία ποτήρια με τζιν.

«Καλή αρχή!» ευχήθηκε ο καπετάνιος.

«Τα επόμενα φυσικά τα κερνάς εσύ όταν φτάσουμε στη Μάλτα μικρέ! Έτσι ορίζει η παράδοση.» είπε ο ύπαρχος ενώ ο αυστηρός τόνος και η απόσταση που κρατούσε στην αρχή από τον Κωνσταντή είχαν με μιας εξαφανιστεί.

«Φυσικά και θα κεράσω.» συμπλήρωσε ο Κωνσταντής.

«Εσύ θα κεράσεις κι εμείς θα φροντίσουμε να σου δείξουμε τα κατατόπια. Όσα δηλαδή πρέπει να γνωρίζει ένας ναυτικός. Και που ξέρεις μπορεί να βρεις καμία ενδιαφέρουσα γυναικεία συντροφιά εκεί!» είπε ο καπετάνιος κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Κωνσταντή.

«Το εύχομαι καπετάνιε.» συμφώνησε ο Κωνσταντής.

«Σε λιγότερο από μισή ώρα σαλπάρουμε, γι' αυτό βάλε μπροστά την κονσόλα και όταν είσαι έτοιμος ζήτα άδεια για να φύγουμε. Σε λιγάκι θα 'ρθει και ο Σταύρος από δω. Στην αρχή τουλάχιστον θα δουλεύεις με κάποιον άλλο μαρκόνη, περισσότερο έμπειρο από εσένα.» είπε ο καπετάν-Γιώργης ενώ στη συνέχεια ο Κωνσταντής κίνησε προς το πόστο του ασυρματιστή υπηρεσίας για να κάνει ότι του είχε μόλις πριν από λίγο ζητήσει ο καπετάνιος.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now