Κεφάλαιο 47

7 2 0
                                    

Ο χρόνος ήταν ένας ανελέητος γέρο-δάσκαλος που πάντα αρεσκόταν στο να βασανίζει τους ανθρώπους, συνήθιζε να λέει συχνά πυκνά, ο Γιάννης, ο ύπαρχος του πλοίου. Κι όχι άδικα αφού όταν κάποιος άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος οι ώρες κυλούσαν σαν το γοργοκίνητο χείμαρρο, φαντάζοντας στο ανθρώπινο μυαλό σαν δευτερόλεπτα, ενώ αντίθετα στις στιγμές του πόνου και της απόγνωσης οι δείκτες κολλούσαν επάνω στο ρολόι κάνοντας τη ζωή όσων υπέφεραν να μοιάζει με μια κόλαση.

Και πράγματι έτσι έδειχνε να συμβαίνει και με τον Κωνσταντή και την Ελίζα, αφού παρόλο που οι δυο τους είχαν περάσει όλο τους το βράδυ σε εκείνο το πάρκο, ζώντας τον έρωτα τους σαν να μην υπήρχε αύριο, ο ήλιος πρόβαλε για ακόμα μια φορά, από τη ράχη της πόλης, στα ανατολικά, φέρνοντας την ώρα του αποχωρισμού τους μια ανάσα πιο κοντά

Έτσι οι δυο νέοι, αφού σηκώθηκαν από το παγκάκι όπου είχαν περάσει το βράδυ τους όπως θα έκαναν και δυο παράνομοι εραστές, ξεκίνησαν να περπατούν στην ακροθαλασσιά εωσότου ο Κωνσταντής να φτάσει και να επιβιβαστεί στην Αλεξανδρέττα.

Περπατούσαν στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση το λιμάνι ενώ εκείνη τη στιγμή μερικά μονάχα θαλασσοπούλια χτένιζαν την ακυμάτιστη ράχη της θάλασσας ψάχνοντας για κάποιο πρωινό θήραμα όπως συνήθιζαν. Στα μάτια όμως του Κωνσταντή τα πουλιά αυτά θύμιζαν θέλοντας και μη τους μοναχικούς ξενύχτηδες και τους ναυτικούς που τριγύριζαν στα σοκάκια κάποιας παραλιακής πόλης ύστερα από κάποιο από τα πολλά ξενύχτια.

Σκέφτηκε αυτό και η καρδιά του για μια στιγμή σκίρτησε. Πώς να μη σκιρτήσει άλλωστε αφού η σκέψη και μόνο του να έχει μια τέτοια κατάληξη στη ζωή τον προβλημάτιζε βαθιά μέσα του.

Ο Κωνσταντής όπως ήταν βυθισμένος στις μελαγχολικές του αυτές σκέψεις περπάτησε όλο το δρόμο πιασμένος χέρι-χέρι με την Ελίζα χωρίς να αλλάξει ούτε μια κουβέντα. Το ίδιο όμως φαινόταν να έκανε και η Ελίζα αφού δίχως άλλο κάποιο πρόβλημα δυσχέραινε και τη δική της ζωή. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντής έτσι προβληματισμένος και σκεπτικός όπως ήταν δεν είχε μπορέσει να το αντιληφθεί.

Σύντομα όμως, η επιβλητική θέα της Αλεξανδρέττας που ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα πλοία αλλά και οι πρωινές βλαστήμιες που είχαν μόλις ξεστομίσει κάνα δυο κακόκεφοι λιμενεργάτες έκαναν τον Κωνσταντή να επιστρέψει στο τώρα και στην πραγματικότητα.

«Ώστε η Αλεξανδρέττα είναι το πλοίο σου.» είπε η Ελίζα σαν να γνώριζε από πριν το όνομα αυτό, μόλις ο Κωνσταντής σταμάτησε μερικά μέτρα από τη σκάλα που οδηγούσε στο πλοίο.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now