Κεφάλαιο 34

9 2 0
                                    

Σε μια στιγμή το πόμολο της πόρτας του παλιού τούρκικου καφενέ γύρισε και η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε. Δίχως να το περιμένει ο Κωνσταντής, στο κατώφλι, είδε να στέκεται ο Σεμπάστιαν. Στο άνοιγμα της πόρτας το χειμωνιάτικο κρύο τρύπωσε στο ζεστό μαγαζί ξυπνώντας για τα καλά τον Κωνσταντή ο οποίος αναμφίβολα θα έκανε χρόνια να ξεχάσει το προηγούμενο βράδυ της ασωτίας. Με το κλείσιμο της πόρτας από τον Σεμπάστιαν το κρύο χάθηκε μονομιάς όπως και η ηλιαχτίδα που φώτιζε αμυδρά ο δεξί μάτι και το μέτωπο του.

«Το ξέρα ότι θα έβρισκα τελικά εδώ. Από την περιγραφή και μόνο που μου έδωσαν ήμουν σίγουρος ότι εννοούσαν τον Χουσεΐν που έχει το Τεπέ Λιμαν Καφέ.» είπε ο Σεμπάστιαν ενώ στη συνέχεια προχώρησε στο εσωτερικό πλησιάζοντας τους άλλους δυο.

«Βρε καλώς τον φίλο μου το Σμυρνιό!» είπε ο Χουσεΐν αγκαλιάζοντας εγκάρδια τον Σεμπάστιαν ενώ συνέχισε λέγοντας:

«Πόσος και πόσος καιρός άραγε να πέρασε;»

«Σίγουρα πολύς Χουσεΐν. Απ' ότι βλέπω ο Κωνσταντής ήταν πολύ τυχερός που τον βρήκες και τον περιμάζεψες.»

«Τύχη; Κισμέτ; Πες το όπως θες. Εγώ στη ζωή μου έμαθα ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο τον οποίο σχεδόν πάντα δε γνωρίζουμε.» απάντησε ο καφετζής ενώ την ίδια ώρα η φωτιά σιγόκαιγε τα κούτσουρα μέσα στην ξυλόσομπα.

«Πως είσαι Κωνσταντή; Πρέπει να μέθυσες πολύ άσχημα χτες βράδυ.»

«Και λίγα λες φίλε.» είπε κάπως αμήχανα ο Κωνσταντής σαν να προσπαθούσε να κρύψει λόγια.

«Σημασία έχει ότι ο φίλος σου Σεμπάστιαν κατέληξε στα χέρια μου και ότι είναι σώος και αβλαβής.» είπε ο Χουσεΐν θέλοντας να αποκρύψει το υπόλοιπο συμβάν για να μην εκτεθεί ο Κωνσταντής.

«Φυσικά! Και τι τύχη! Να πέσει πάνω σε έναν παλιό φίλο από την Καβάλα.» είπε ο Σεμπάστιαν.

«Θα μας κάνεις παρέα; Έχουμε άλλωστε να κουβεντιάσουμε ένα σωρό πράγματα.» είπε ο Χουσεΐν και συνέχισε λέγοντας:

«Κερνάω καφέ από βαρύ αραβικό χαρμάνι αν θες.»

«Φυσικά και θα καθίσω μαζί σας. Όμως είναι και κάτι ακόμα. Βλέπεις ο Κωνσταντής πρέπει να γυρίσει στο πλοίο γιατί ο ασυρματιστής που ήταν βάρδια σήμερα αρρώστησε και ο πλοίαρχος ζήτησε ο Κωνσταντής να τον αντικαταστήσει.»

«Αν είναι για δουλειά το καταλαβαίνω και δεν πρόκειται να επιμείνω περισσότερο.»

«Οπότε λοιπόν πρέπει σιγά-σιγά να πηγαίνω.» είπε ο Κωνσταντής.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now