Κεφάλαιο 78

9 2 0
                                    

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ο Πέτρος έμελε να εμφανιστεί μπροστά στον ανυποψίαστο Κωνσταντή. Εκείνη τη στιγμή, ο εχθρός του, θαρρείς και έμοιαζε με κάποιο θηρίο που είχε στριμώξει τη λεία του σε κάποιο αδιέξοδο κι ετοιμαζόταν να της επιτεθεί.

«Τελικά ανταμώνουμε πάλι Αναγνωστόπουλε. Θα έλεγε κανείς πως είναι γραφτό ή και μοιραίο ακόμα.»

«Δεν αρνήθηκα πως θα συναντιόμασταν ξανά Πέτρο. Όντως είναι μοιραίο τελικά να αναμετρηθούμε. Κι αυτή τη φορά ένας μονάχα θα μείνει ζωντανός από αυτή την αναμέτρηση.»

«Να αναμετρηθούμε; Εγώ ήρθα ως εδώ για να σε ξεκάνω μια κι έξω. Είσαι παγιδευμένος μικρέ. Θα σε λιώσω σαν σκουλήκι. Δε θα μου γλυτώσεις.»

«Μην είσαι και τόσο σίγουρος Πέτρο. Όταν τελειώσω μαζί σου θα έχω πάρει την εκδίκηση μου. Και να ξέρεις περίμενα αυτή τη στιγμή πολύ καιρό.»

«Θα σε ξεκάνω κι ύστερα θα αποτελειώσω και τον βρωμο-βοσκό που είναι έξω δεμένος. Η πουτανίτσα βλέπεις ήταν τυχερή και πρόλαβε και το έσκασε πριν την πιάσω στα χέρια μου.»

«Πέτρο θα πληρώσεις με το αίμα σου το θάνατο του αδερφού μου κι όλα τα κακά που έχεις μέχρι τώρα προκαλέσει. Συγχωρώ δύσκολα ξέρεις και ειδικά έναν κομιτατζή σαν του λόγου σου.»

«Δεν ήταν προσωπικό Αναγνωστόπουλε μα τα λεφτά από τους Βούλγαρους ήταν όσα έπρεπε για να με πείσουν να αλλαξοπιστήσω. Τον αδερφό σου τον πυροβόλησα εν ψυχρώ και τον σκότωσα χωρίς να νιώσω τίποτα. Μα με εσένα είναι διαφορετικά. Σκοπεύω να το απολαύσω ξέρεις.»

«Και γιατί κάθαρμα;»

«Ρωτάς γιατί; Ήρθες στην πόλη μου και με ρεζίλεψες μπροστά σε όλους. Με πέταξες έξω από το σπίτι μου και με ρωτάς γιατί; Και το πιο βαρύ απ' όλα ήταν πως λιμπίστηκες την ίδια μου τη γυναίκα. Γι' αυτό θα το ευχαριστηθώ τόσο πολύ όταν σε σκοτώσω! Μα το Θεό!»

«Αν μπορέσεις Πέτρο. Κι η Κατερίνα δεν ήταν ποτέ στα αλήθεια δικιά σου. Από ανάγκη σε παντρεύτηκε. Εμένα αγαπούσε! Μ' εμένα πλάγιασε! Με εσένα αντίθετα ποτέ!»

«Φτάνει με τις κουβέντες. Θα μου το πληρώσεις ακριβά!» είπε ο Πέτρος κι αφού έβγαλε ένα κοφτερό μαχαίρι από τη ζώνη του όρμησε κατά πάνω στον Κωνσταντή.

Εκείνος όντας έμπειρος ύστερα από τόσες και τόσες συμπλοκές με διάφορους μαχαιροβγάλτες αντιπάλους τον κλότσησε δυνατά στο χέρι ώστε το μαχαίρι έπεσε κατάχαμα. Ύστερα, με ένα αχόρταγο μένος, ο Κωνσταντής γρονθοκόπησε στο πλευρό τον άοπλο πια Πέτρο κόβοντας του στιγμιαία την ανάσα. Όμως, καθώς ο Κωνσταντής ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά τον Πέτρο, εκείνος με όλη τη δύναμη του έχωσε μια γονατιά στο ισχίο του Κωνσταντή, κάνοντας τον να παραλύσει. Τότε η ματιά του Πέτρου περιπλανήθηκε για λίγο βιαστικά πάνω στο πάτωμα, ψάχνοντας εναγωνίως το φονικό του όπλο. Μάταια όμως αφού δεν τα κατάφερε.

Κι αυτό γιατί μια στιγμή αργότερα ο Κωνσταντής, αφού άρπαξε τον Πέτρο από τη μέση, τον τσουβάλιασε στο πάτωμα ώστε οι δυο άντρες άρχισαν με μανία να χτυπιούνται σαν θηρία. Τελικά όμως, μια δυνατή γροθιά του Πέτρου όχι μόνο άνοιξε το αριστερό φρύδι του Κωνσταντή μα κατάφερε να τον ζαλίσει αρκετά δίνοντας στον Πέτρο αρκετό χρόνο για να πάρει πίσω το μαχαίρι που νωρίτερα είχε χάσει. Έτσι, αφού τεντώθηκε από πάνω του, σαν φίδι έτοιμο να χιμήξει, ετοιμάστηκε να καρφώσει τον Κωνσταντή. Όλα πλέον έμοιαζαν να φτάνουν στο τέλος τους.

Όμως την τελευταία και πλέον κατάλληλη στιγμή, η Κατερίνα που νωρίτερα είχε ξεγλιστρήσει από τα χέρια του Πέτρου, εμφανίστηκε στα μουλωχτά από πίσω του σαν από μηχανής θεός. Στη συνέχεια, με το αριστερό της χέρι, άρπαξε δυνατά τα μαλλιά του Πέτρου που ήταν σχεδόν γονατιστός πάνω από τον ξαπλωμένο Κωνσταντή και με το δεξί της χέρι έφερε το δρεπάνι που κρατούσε, στο άλλο της χέρι, στο λαιμό του Πέτρου έτοιμη αν χρειαζόταν να τον πετσοκόψει.

Αυτό ήταν. Η Κατερίνα είχε αποδειχθεί για μία ακόμη φορά ο φύλακας άγγελος του Κωνσταντή όχι μόνο σώζοντας τον μα δίνοντας του κιόλας τον απαραίτητο χρόνο για να τραβήξει το δικό του κρυμμένο μαχαίρι. Το ίδιο μαχαίρι που ο ύπαρχος του είχε χαρίσει στην Ταγγέρη.

«Μετά από εσένα σειρά έχει ο Κοστόφ Πέτρο. Το ορκίζομαι!» είπε με μίσος σε κάθε λέξη που ξεστόμιζε ο Κωνσταντής κι ύστερα έμπηξε το μαχαίρι του βαθιά στην καρδιά του αντιπάλου του.

«Για τον θάνατο του Θανάση παλιοτόμαρο!» είπε η Κατερίνα κι αφού τράβηξε το δρεπάνι προς τα πίσω έκοψε την καρωτίδα του Πέτρου πλημμυρίζοντας με αίμα το πάτωμα ολόγυρα. Ύστερα λοιπόν από το διπλό χτύπημα, ο Πέτρος βούλιαξε μπρούμυτα στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη καμωμένη από το ίδιο του το αίμα.

«Κατερίνα φεύγω για να ελευθερώσω τον Χαράλαμπο.» είπε ο Κωνσταντής για να επιστρέψει δυο λεπτά αργότερα με τον γερο-βοσκό στο υποστατικό. Αφού οι τρεις τους είχαν σωθεί από βέβαιο θάνατο έπρεπε και να καθαρίσουν τον τόπο του εγκλήματος.

Μετά απ' αυτό κι αφού η Κατερίνα πήρε τα κρυμμένα όπλα μέσα από το βαρέλι ο Κωνσταντής έκανε όπως είχε συμφωνήσει με τον Χαράλαμπο. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το να αδειάσει ένα μπιτόνι πετρέλαιο ολόγυρα μέσα στο παλιό υποστατικό. Στη συνέχεια κι αφού οι τρεις τους βγήκαν έξω, στον αμπελώνα, ο Χαράλαμπος αφόπλισε και πέταξε μία από τις κρυμμένες χειροβομβίδες μέσα στο υποστατικό. Μερικά λεπτά αργότερα κι ενώ το υποστατικό παραδινόταν στις φλόγες μαζί με τον Πέτρο η παρέα των τριών επέστρεφε στο αρχοντικό της οικογένειας Μιχαηλίδη στα Γιαννιτσά. Ό,τι πειστήριο υπήρχε που θα μπορούσε κάποτε να τους ενοχοποιήσει για το φονικό αυτό είχε γίνει στάχτη και θρύψαλα.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now