Κεφάλαιο 58

10 2 0
                                    

Ταπεινωμένος λοιπόν και εξοργισμένος όσο δεν πήγαινε άλλο, ο Κάρλος αναχώρησε άρον-άρον από το αγρόκτημα μαζί με τους μπράβους του αφήνοντας τους εργάτες πια ανενόχλητους να συνεχίσουν τη δουλειά που νωρίτερα είχαν αφήσει στη μέση.

Όση ώρα οι εργάτες δούλευαν τα ψιθυρίσματα και οι ψιλοκουβέντες έδιναν κι έπαιρναν. Πως άλλωστε δεν θα γινόταν αυτό; Άλλοι ήταν ολοφάνερα έκπληκτοι και ικανοποιημένοι από τον τρόπο που ο Κωνσταντής είχε καταφέρει να διώξει τον Κάρλος ενώ άλλοι ήταν σίγουροι πως ο μοχθηρός αυτός άντρας ήδη ετοιμαζόταν για να πάρει την εκδίκηση του από τον Κωνσταντή που δεν είχε ιδέα με ποιον αποφάσισε να τα βάλει.

Την ώρα που ο Κωνσταντής και ο Χουάν μάζευαν μέσα σε ξύλινα πλεχτά καλάθια τα φύλλα από τις καπνοκαλλιέργειες, ο Χουάν μάλωσε το φίλο του μιλώντας χαμηλόφωνα μέσα από τα δόντια του:

«Μα καλά Κωνσταντή! Τρελάθηκες πριν; Ξέρεις με ποιον τα έβαλες νωρίτερα;»

«Ένιωθα Χουάν πως έπρεπε κάποιος να αντιδράσει σε όλο αυτό. Όταν είδα πως κανένας δεν έκανε το παραμικρό αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.» είπε ο Κωνσταντής προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του.

«Κωνσταντή όμως δεν είναι τόσο απλό με τον Κάρλος. Ο τύπος αυτός είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Χρόνια ολόκληρα φοβερίζοντας τους κατοίκους και τους καλλιεργητές της περιοχής τους παίρνει χρήματα για προστασία. Όλοι εδώ πέρα τον έχουν σα θεό και κανείς δεν τολμά να τα βάζει μαζί του.» είπε ο Χουάν.

«Και να που για όλα τα πράγματα υπάρχει η πρώτη φορά.» καυχήθηκε ο Κωνσταντής.

«Ο άντρας αυτός Κωνσταντή είναι μοχθηρός. Καλύτερα να προσέχεις φίλε. Δε χρειάζεται να ρισκάρεις τόσο πολύ.» τον συμβούλεψε ο φίλος του κι όταν αποτέλειωσε την κουβέντα του, ο εργάτης ο οποίος κατ' εντολή του αρχιεπιστάτη , είχε πάει να ενημερώσει τον Περόν για όσα νωρίτερα είχαν συμβεί, επέστρεφε πίσω τρέχοντας με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την προσπάθεια και στήθος που ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα από τις κοφτές ανάσες που ρουφούσε.

Αναμφίβολα το συμβάν που είχε συμβεί το πρωί, είχε ταράξει τα σχεδόν πάντοτε ήσυχα νερά της καθημερινότητας του αγροκτήματος με τέτοιο τρόπο που κανείς από τους εργάτες δεν είχε καταλάβει πότε πρόλαβε ο ήλιος να ανέβει ψηλά στον ουρανό σηματοδοτώντας τη λήξη της βάρδιας τους.

Έτσι λοιπόν, με έναν τρόπο σχεδόν μηχανικό, όπως πάντα, οι εργάτες πήραν σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο για το καθιερωμένο μεσημεριανό συσσίτιο ενώ την ίδια ώρα τα πηγαδάκια έδιναν κι έπαιρναν. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντής συνέχιζε να μη δίνει την παραμικρή σημασία σ' αυτά, αφού σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είχε κάνει κάτι το τόσο σπουδαίο.

Η ξαφνική εμφάνιση του Περόν, μαζί με έναν άντρα που τον συνόδευε και ο οποίος κρατούσε με το δεξί του χέρι έναν βαρύ και παραφουσκωμένο σάκο έκανε τους άντρες που περίμεναν στην ουρά να σωπάσουν αμέσως.

Την ίδια ακριβώς στιγμή η απρόσμενη εμφάνιση του Κάρλος με τους μπράβους στο ίδιο σημείο με τον Περόν, σαν να είχαν κανονισμένο από πριν κάποιου είδους ραντεβού έκανε το αίμα στις φλέβες όλων να παγώσει αμέσως.

«Είναι όλα εδώ όπως τα συμφωνήσαμε Κάρλος.» είπε ο Περόν.

«Βλέπω ότι τελικά κατάλαβες πως είναι μάταιο να καθυστερείς να με πληρώσεις.» είπε ο Κάρλος ενώ οι μπράβοι του ξέσπασαν σε γέλια. Αφότου οι μπράβοι του σώπασαν ύστερα από ένα χτύπημα των δαχτύλων του Κάρλος εκείνος στη συνέχεια πρόσθεσε:

«Θέλω και κάτι ακόμα Περόν.»

«Τι πράγμα; Τα λεφτά είναι όσα ακριβώς συμφωνήσαμε. Παρ' τα λοιπόν και φύγε.» είπε ο Περόν.

«Περόν εγώ βάζω τους κανόνες του παιχνιδιού εδώ πέρα. Θέλω να μου παραδώσεις εκείνον το θρασύδειλο εργάτη σου που το πρωί τόλμησε να με προσβάλλει.» είπε ο Κάρλος ενώ ο Περόν έμεινε αμίλητος κοιτώντας τον. Εκείνη τη στιγμή ένας κόμπος έφραξε το λαιμό όλων όσων βρίσκονταν τριγύρω και άκουγαν τη συνομιλία των δύο αντρών.

«Ξέχνα τον Κάρλος. Προφανώς δεν γνώριζε. Πάρε τα λεφτά και φύγε.» είπε ο Περόν.

«Δε θα μου πεις τι να κάνω!» κραύγασε θυμωμένος ο Κάρλος.

Εκείνη τη στιγμή τα μάτια όλων των εργατών στράφηκαν πάνω στον Κωνσταντή ο οποίος στιγμιαία ένιωσε σαν να τον κέντησαν στην πλάτη. Δίχως λοιπόν να δειλιάσει ο Κωνσταντής έφυγε από τη θέση του και ήρθε και στάθηκε δίπλα από τον Περόν.

«Αφεντικό δεν έχεις λόγο να του δώσεις τίποτα.» είπε στον Περόν ο οποίος ακούγοντας τον έμεινε να κοιτά έκπληκτος.

«Πιο πριν, ήμουν σίγουρος ότι θα έτρεχες να κρυφτείς σαν ένα δειλό σκουλήκι. Αλλά τώρα έδειξες ακόμα μεγαλύτερη αυθάδεια από πριν.» είπε ο Κάρλος.

«Πολλά είπες Κάρλος.» είπε κοφτά ο Κωνσταντής.

«Πως τολμάς; Θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια σκουπίδι!» είπε εκνευρισμένος ο Κάρλος.

«Αρκετά! Διάλεξε τον καλύτερο άντρα σου και βάλτον να παλέψει μαζί μου. Αν χάσω παίρνεις και τα λεφτά και την εκδίκησή σου. Αν κερδίσω δεν θα ξαναπατήσεις ποτέ ξανά εδώ πέρα. Σύμφωνοι;» ρώτησε ο Κωνσταντής ενώ πριν καλά-καλά προλάβει ο Περόν να τον τραβήξει από το μπράτσο, ο Κωνσταντής τράβηξε και έβγαλε μέσα από την μπότα του το κρυμμένο μαχαίρι που του είχε χαρίσει ο ύπαρχος της Αλεξανδρέττας στην Ταγγέρη.

«Σύμφωνοι. Αν ο δικός μου σε κερδίσει θα καρφώσω τα άντερα σου πάνω στα κάγκελα για παραδειγματισμό προς τους υπόλοιπους.» είπε ο Κάρλος.

«Αν...» είπε ο Κωνσταντής κι όταν το πρωτοπαλίκαρο του Κάρλος ήρθε προς το μέρος του αργά και προσεκτικά κρατώντας το δικό του μαχαίρι, όλοι όσοι ήταν εκεί σχημάτισαν γύρω από τους δύο μονομάχους έναν κύκλο που οριοθετούσε νοητά την αρένα του θανάτου.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now