Κεφάλαιο 11

13 2 0
                                    

Με το νύχτωμα, ο Κωνσταντής ξάπλωσε για να ξεκουράσει το ταλαιπωρημένο του κορμί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί εάν είχε νιώσει παρόμοια κούραση ποτέ ξανά στη ζωή του. Αν μη τι άλλο η ζωή του στρατιώτη ήταν πολύ δύσκολη σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια ο Κωνσταντής ασφάλισε τα μάτια του και βούλιαξε, όπως ένα βαρίδι στη θάλασσα, στο σκοτεινό βασίλειο του ύπνου. Η νεκρική αυτή σιγή του έμοιασε πιο σίγουρη από κάθε άλλο ανθρώπινο πράγμα κι έτσι ο νους του άνοιξε φτερά για να πετάξει.

Ο Κωνσταντής, μικρό παιδάκι, έβλεπε τον εαυτό του εντελώς ανέμελο να παίζει στην αυλή του σπιτιού του θείου του στην Πάτρα. Εκείνη τη στιγμή μια άμαξα σταμάτησε στο δρόμο μπροστά από το σπίτι. Δύο άντρες κατέβηκαν και αφού ξεφόρτωσαν, κουβάλησαν ένα φέρετρο ως το εσωτερικό του σπιτιού. Ο θείος του ο Μιχάλης, αρκετά νεότερος και με πλούσια πυκνά μαλλιά, περπατούσε νευρικά πάνω κάτω στο σπίτι καπνίζοντας αδιάκοπα το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο.

Όταν οι δύο άντρες άνοιξαν το φέρετρο, μέσα σε αυτό ο Κωνσταντής αντίκρισε τον πατέρα του να κείτεται νεκρός. Είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η έκφρασή του νεκρού πατέρου του ήταν τόσο γαλήνια λες και ένιωθε ότι επιτέλους γύριζε σπίτι του. Παρόλα αυτά, ο μικρός του γιός, ο Κωνσταντής, χύθηκε πάνω στο φέρετρο πάνω από τη σορό του πατέρα του κλαίγοντας με σπαρακτικούς λυγμούς. Τότε ο θείος του, ήρθε από πάνω και χάιδεψε στοργικά το κεφάλι του μικρού μη μπορώντας να κάνει οτιδήποτε άλλο για να τον παρηγορήσει και να απαλύνει το βαρύ του πόνο.

Και ξαφνικά μεμιάς όλα τριγύρω άλλαξαν. Ο Κωνσταντής βρισκόταν ξανά στα στενά του Σαρανταπόρου κρατώντας σφιχτά το Μάλινχερ, αντικρίζοντας μόλις μερικές ανάσες μπροστά του τον εχθρό. Τραβά τη σκανδάλη και η σφαίρα βρίσκει τον Τούρκο λοχία στα μάτι. Το πρόσωπό του γεμίζει με αίμα και στη συνέχεια ο Τούρκος σωριάζεται νεκρός στο χώμα που ακόμη άχνιζε όπως ένα τσουκάλι με βραστό νερό. Ο Κωνσταντής μπορούσε με μεγάλη ευκολία να διακρίνει το φως το οποίο έσβηνε από τα μάτια του θύματός του. Θύτης ή θύμα ήταν; Ποιος ξέρει;

Ακριβώς μετά ο Κωνσταντής μπορούσε να δει από ψηλά την παραθαλάσσια Καβάλα. Ήταν πρωί και την ώρα ακριβώς που ένα σμάρι από λευκά περιστέρια διέσχιζε τον ουρανό της πόλης ο μουεζίνης καλούσε όπως συνήθως τους πιστούς του Αλλάχ στην προσευχή. Την ίδια ακριβώς στιγμή, μια χαροκαμένη Τουρκάλα μάνα οδυρόταν και χτυπιόταν καθώς μάθαινε για το θάνατο του μοναχογιού της σε μία μάχη με τους Έλληνες. Ο πόνος της ήταν τόσο ανείπωτος ώστε το στομάχι του Κωνσταντή σφίχτηκε σαν κουβάρι από την συναίσθηση της ενοχής και του πόνου της μάνας. Όλοι Έλληνες και Τούρκοι πονούσαν, μάτωναν και πέθαιναν με τον ίδιο ακριβώς σκληρό και μάταιο τρόπο και ήταν δίχως άλλο τα μαλωμένα και πεισμωμένα παιδιά του ίδιου Θεού.

Ένας πετεινός από κάποιο διπλανό κοτέτσι αφού λάλησε έκανε τον Κωνσταντή να ξυπνήσει βουτηγμένος μέσα στον ιδρώτα του παρά τη δροσιά που επικρατούσε λόγω του φθινοπώρου. Ήταν το βάφτισμα του πυρός στην πρώτη μάχη του πολέμου και ο πρώτος σκοτωμός που αναμφίβολα, βασάνιζαν την μέχρι πριν από λίγο ήσυχη συνείδηση του. Ο Κωνσταντής μάταια στριφογύρισε αφού δεν μπορούσε να τον πάρει ξανά ο ύπνος. Μετά από κάμποση ώρα και λίγο πριν ξημερώσει η στρατιωτική σάλπιγγα σήμανε το εγερτήριο για το στράτευμα. Οι άντρες ετοιμάστηκαν βιαστικά και οι αξιωματικοί διέταξαν τη διάβαση του ποταμού Αλιάκμονα. Στην άλλη όχθη του ποταμού η Κοζάνη και η Βέροια περίμεναν ανυπόμονα το σωτήριο χέρι της μητέρας Ελλάδας.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now