Κεφάλαιο 76

8 2 0
                                    

Ύστερα από μερικές ώρες το νεαρό ζευγάρι μαζί με τον Χαράλαμπο βρισκόταν στο πίσω μέρος της καλύβας. Η Κατερίνα όλη αυτή την ώρα φύλαγε τσίλιες λίγο παραπέρα από τους δυο άντρες που ολοκλήρωναν το ανόσιο έργο τους. Κάτω λοιπόν από το θαμπό και τρεμάμενο φως μιας παλιάς λάμπας πετρελαίου οι δυο άντρες αποτελείωναν το σκάψιμο του λάκκου όπου θα έθαβαν το τσιράκι του Πέτρου. Είχαν ή δεν είχαν γεννηθεί εγκληματίες βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Πέτρο κι έτσι έπρεπε να συνεχίσουν να μάχονται ως το τέλος.

Έχοντας καταλάβει αυτή την ωμή αλήθεια κι η ίδια η Κατερίνα παραφύλαγε για κάποια ύποπτη κίνηση πλάι στον Κωνσταντή και τον Χαράλαμπο κραδαίνοντας ένα δρεπάνι. Ο θάνατος του Θανάση είχε σκληρύνει τόσο πολύ την καρδιά της που είχε ορκιστεί στον εαυτό της πως θα σκότωνε τον Πέτρο αν τολμούσε να εμφανιστεί, με το δρεπάνι που η ίδια κρατούσε. Τόσο αποφασισμένη ήταν.

Αφού οι δυο άντρες έσκαψαν το λάκκο που έπρεπε στη συνέχεια πέταξαν σαν ένα άψυχο τσουβάλι το νεκρό άντρα και στη συνέχεια τον σκέπασαν πάλι με τα ίδια χώματα που νωρίτερα είχαν βγάλει από τη γη. Όταν τελείωσαν το μακάβριο έργο τους και φορτώθηκαν ρους κασμάδες για να γυρίσουν στο καλύβι μια κουκουβάγια που στεκόταν στο πιο ψηλό κλαδί μιας αιωνόβιας καρυδιάς έκρωξε δυνατά και ανατριχιαστικά. Τότε ο μπάρμπα-Χαράλαμπος σταυροκοπήθηκε:

«Όταν μια ψυχή χάνεται οι κουκουβάγιες κράζουν με αυτό τον ανατριχιαστικό τρόπο. Μου το έλεγε θυμάμαι ο παππούλης μου όταν ήμουν μικρός. Ό,τι και να ταν τούτος εδώ ας αποφασίσει ο Κύριος.» είπε ο Χαράλαμπος ολοκληρώνοντας την κουβέντα του.

«Όπως και να χει Χαράλαμπε τώρα ειδικά δεν πρόκειται να κάνω βήμα πίσω. Είναι πολύς καιρός που η ψυχή του αδερφού μου εμφανίζεται στον ύπνο μου. Ήρθε πια η ώρα να εκδικηθώ για το θάνατο της. Μόνο έτσι θα βρει τελικά τη λύτρωση της.» είπε ο Κωνσταντής αφού η Κατερίνα κι ο Χαράλαμπος είχαν ήδη μπει στην καλύβα κι ο ίδιος έφραζε την πόρτα της καλύβας με το σιδερένιο μάνταλο. Για να είναι ακόμα πιο σίγουρος, έβαλε μια παλιά καρέκλα για να το μαγκώσει κι ευχήθηκε να μη χρειαστεί να βάψει για δεύτερη φορά τα χέρια του με αίμα την ίδια μέρα.

Η Κατερίνα νιώθοντας οικεία στην καλύβα αυτή αφού είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια εκεί, παίζοντας με τον μικρότερο αδερφό της τον Θανάση, άναψε τη σόμπα για να μπορέσουν να ζεσταθούν για το υπόλοιπό της δύσκολης νύχτας που θα περνούσαν.

«Η σόμπα είναι ότι πρέπει παιδιά. Ας μην ανάψουμε τίποτα παραπάνω και δώσουμε περισσότερο στόχο. Είμαι σίγουρος ότι ο Πέτρος μας θέλει και τους τρεις νεκρούς.

Πρέπει να φαίνεται πως η καλύβα είναι άδεια.» επισήμανε ο Χαράλαμπος.

«Τι εννοούσες Κωνσταντή όταν έλεγες πως όταν σκοτώσεις τον Πέτρο ο αδερφός σου θα λυτρωθεί;» ρώτησε απορημένη η Κατερίνα.

«Τόσο καιρό που ταξίδευα με το πλοίο ο αδερφός μου με επισκεπτόταν συχνά στον ύπνο μου. Τότε ήμουν στα πρόθυρα της τρέλας αφού δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Τα είχα εντελώς χαμένα. Τότε ήταν που ζήτησαν τη βοήθεια ενός Ουζμπέκου ναύτη, του Κουτλάι, που ήταν ξακουστός σαμάνος στη χώρα του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μου είχε πει πως επείδή ο Αντώνης πέθανε βίαια η ψυχή του είχε παγιδευτεί σε κάποιο μακρινό βασίλειο από τις σκοτεινές δυνάμεις κι ότι μόνο αν έπαιρνα εκδίκηση από τους δολοφόνους του εκείνος θα λυτρωνόταν παντοτινά.» είπε ο Κωνσταντής φέρνοντας στη μνήμη του εκείνο το αλλόκοτο βράδυ στην καμπίνα του Κουτλάι.

«Και οι εφιάλτες σου; Τι έγινε τελικά με αυτούς;» ρώτησε όλο απορία ο Χαράλαμπος.

«Να ναι καλά τα ξόρκια του Κουτλάι γιατί χάρη σε εκείνα οι εφιάλτες μου εξαφανίστηκαν. Κάπως έτσι όμως ατόνησε δυστυχώς και η μνήμη μου και μαζί με αυτή, λησμόνησα τον Αντώνη.» παρατήρησε ο Κωνσταντής.

«Καλά όλα αυτά με την εκδίκηση όμως αυτή τη στιγμή είμαστε εντελώς άοπλοι. Πως σκοπεύετε να τα βάλετε με τον Πέτρο και τους λακέδες του; Θέλω κι εγώ η ίδια τόσο πολύ να τον εκδικηθώ μα δεν έχουμε τίποτα.» πρόσθεσε η Κατερίνα.

«Γι' αυτό μην ανησυχείς Κατερίνα.» είπε καθησυχαστικά ο Χαράλαμπος.

«Έχεις κάτι στο νου σου;» ρώτησε τότε εκείνη.

«Έχω ακόμα κρυμμένα μερικά ντουφέκια από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Είναι ότι πρέπει για να μπορέσουμε να τα βάλουμε με τον Πέτρο και τα παλικάρια του αν τολμήσουν να έρθουν κατά δω.» είπε ο Χαράλαμπος.

«Και που μπορούμε να τα βρούμε; Είναι σε τούτο εδώ το υποστατικό;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Όχι Κωνσταντή αλλά βρίσκονται κρυμμένα στο παλιό υποστατικό του αμπελώνα μας. Είναι περίπου δέκα λεπτά από εδώ με τα πόδια.» είπε ο Χαράλαμπος.

«Επιτέλους κι ένα καλό νέο!» πρόσθεσε η Κατερίνα.

«Πριν ακόμα να ξημερώσει και μπορέσει να μας δει κάποιο αδιάκριτο μάτι θα ξεκινήσουμε για να πάμε και να τα πάρουμε.» είπε ο Χαράλαμπος.

«Σύμφωνοι.» είπε ο Κωνσταντής κι ύστερα αποτέλειωσε την κουβέντα του λέγοντας:

«Την υπόλοιπη νύχτα πρέπει να φυλάμε το υποστατικό εκ περιτροπής μη τυχόν και μας πιάσουν οι άντρες του Πέτρου στον ύπνο. Ξεκινάω πρώτος.» είπε ο Κωνσταντής κι ύστερα οι άλλοι δυο ακούμπησαν όπως όπως στις σκόρπιες μαξιλάρες που βρίσκονταν απλωμένες στο πάτωμα κι έκλεισαν τα μάτια τους προσπαθώντας όπως όπως να ξεκουραστούν αφού μια δύσκολη μέρα τους περίμενε.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now