Κεφάλαιο 18

13 2 0
                                    

Ο Κωνσταντής, πιστεύοντας ότι ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στο ζεστό του σπιτικό στην οδό Λόντου, στην Πάτρα, εξαιτίας του τσακωμού που είχε με τον θείο του αποφάσισε για ακόμα μια φορά να τα αφήσει όλα πίσω και να κάνει μια νέα αρχή. Το να γίνει ναυτικός ήταν μια επιλογή που παλιότερα είχε ονειρευτεί να ακολουθήσει. Όμως ο πόλεμος δεν του είχε επιτρέψει να εκπληρώσει. Τώρα όμως ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για εκείνον και τα όνειρά του.

Στην επιλογή του αυτή ο Κωνσταντής δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα αφού το βάφτισμα του πυρός που πήρε στον σύντομο και αιματηρό βαλκανικό πόλεμο τον είχε τραχύνει τόσο ώστε να αφήσει πίσω μια για πάντα την αθωότητα και την ανεμελιά της προηγούμενης του ζωής. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι τα καράβι ήταν εύκολο μέρος αφού και εκεί υπήρχε πάντοτε αυστηρή πειθαρχία και υπακοή στον καπετάνιο, τον ύπαρχο και τους υπόλοιπους αξιωματικούς του πληρώματος.

Ο Κωνσταντής στην «Αλεξανδρέττα» δούλευε σε βάρδιες μαζί με τους υπόλοιπους ναύτες του πλοίου, πάντοτε υπό την επίβλεψη ενός από τους υπαξιωματικούς του πληρώματος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις καθημερινές εργασίες που θα γίνονταν. Στην ναυτική διάλεκτο ο υπαξιωματικός αυτός αποκαλούνταν λοστρόμος. Έτσι, ο Κωνσταντής μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του από το κατώτερο πλήρωμα του πλοίου ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου και του καταστρώματος, τη λίπανση των μηχανών, τις διάφορες σφυροκοπήσεις και επισκευές στο κήτος του πλοίου, καθώς και για άλλα βοηθητικά καθήκοντα.

Μερικές μέρες μετά την αναχώρηση του πλοίου από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση το λιμάνι του Πειραιά ο Κωνσταντής δούλευε στην πρώτη πρωινή βάρδια. Δίχως να τεμπελιάσει σηκώθηκε αρκετά νωρίς από την κουκέτα του και στη συνέχεια βγήκε στο κατάστρωμα του πλοίου. Ήταν ακόμα νύχτα και στο πέλαγος δε φαινόταν ακόμα κανένα ίχνος φωτός. Σύντομα όμως θα ξημέρωνε. Παρόλο που ο Κωνσταντής δε δούλευε παρά λιγοστές μέρες στο φορτηγό πλοίο είχε πλέον μάθει καλά τις ώρες που ο ήλιος είτε ξεμύτιζε είτε βουτούσε στα σκουρόχρωμα νερά της θάλασσας. Παρόλα αυτά εκείνη τη στιγμή μονάχα εκείνη η μαγευτική ομίχλη που ήταν φτιαγμένη από αναρίθμητα αστέρια και ουράνια σώματα κρεμόταν αχνοφέγγοντας από τον υπομονετικό και αιωνόβιο ουρανό. Μια ομίχλη που φλέρταρε με το μοναχικό θαλασσινό αεράκι που πάγωνε αρκετά το σβέρκο του Κωνσταντή ώστε να τον αναγκάσει να σφίξει το ριγέ ναυτικό μαντήλι γύρω από το λαιμό του για να προστατευτεί.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now