Κεφάλαιο 63

9 2 0
                                    

Καμιά σαρανταριά μέρες αφότου ο Κωνσταντής είχε ξεκινήσει το μακρύ του ταξίδι κι αφού πλέον ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, το πλοίο που πριν από μέρες είχε αναχωρήσει από το ιταλικό λιμάνι του Μπάρι, έφτανε στον προορισμό του. Έτσι λοιπόν, ο Κωνσταντής, σαν άλλος περιπλανώμενος Οδυσσέας αφού είχε γυρίσει σε τόσους τόπους, είχε γνωρίσει τόσους ανθρώπους και είχε ακούσει τόσες λαλιές, επέστρεφε στην πατρίδα του, την Πάτρα.

Μόλις το πλοίο έδεσε στο φιλόξενο κάβο του λιμανιού, ο Κωνσταντής πάτησε πόδι στην προβλήτα και οσμίστηκε τον αέρα, σαν να μύριζε ξανά, ύστερα από πολύ καιρό το άρωμα από τον κόρφο κάποιας παλιάς ερωμένης.

Καθώς ο ίδιος ξεκίνησε να ανηφορίζει σιγά-σιγά προς την πόλη έριξε μια φευγαλέα ματιά πέρα από το λιμάνι για να δει, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, το μέρος εκείνο απ' όπου ξεκίνησαν όλα. Ήταν το βράδυ εκείνο που με βαρκάρη τον Κοσμά θα άνοιγε τα φτερά του για τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του με πρώτο σταθμό το παραθαλάσσιο Μεσολόγγι.

Φτάνοντας μπροστά από τον παραθαλάσσιο καφενέ που άκουγε στο όνομα «Το μουράγιο» αποφάσισε να μπει μέσα για να ξαποστάσει για λίγο από το ταξίδι. Όταν ο φαλακρός και γερασμένος, μουστακαλής καφετζής είδε τον Κωνσταντή να κάθεται σε ένα από τα τραπεζάκια του κίνησε παραξενεμένος προς το μέρος του.

«Τι να σας φέρω κύριε;» ρώτησε ο καφετζής.

«Ένα καφέ σκέτο παρακαλώ.» απάντησε ο Κωνσταντής ενώ όση ώρα ο καφετζής επέστρεφε στην κουζίνα για να ετοιμάσει την παραγγελία του Κωνσταντή, έστυβε επίμονα το μυαλό του μπας και θυμηθεί από πού γνώριζε τον πρωινό πελάτη του.

Στο μεταξύ ο Κωνσταντής, κουρασμένος όπως ήταν, έμεινε ζαρωμένος στην άβολη ψάθινη καρέκλα και ακουμπώντας στο τραπεζάκι του να κοιτά πίσω από το θαμπό παράθυρο του καφενέ, τον ήλιο που ξεμύτιζε σιγά-σιγά, σαν ένας κλέφτης, από τα ανατολικά.

Κανά πεντάλεπτο αργότερα ο καφετζής επέστρεφε στο ίδιο τραπέζι κρατώντας το φλιτζάνι με τον καφέ του Κωνσταντή και δυο παξιμάδια για συνοδεία. Όμως το άξαφνο κλότσημα του μυαλό που τελικά κατάφερε να θυμηθεί από πού γνώριζε το νεοφερμένο πελάτη λίγο έλειψε να αδειάσει το καυτό περιεχόμενο του φλιτζανιού στο πάτωμα.

«Κωνσταντή! Που να πάρει η ευχή! Και τόση ώρα βασάνιζα το μυαλό μου για να θυμηθώ από πού σε ξέρω.» είπε ο καφετζής με έναν τόνο έκπληξης στη φωνή του.

«Πρέπει να είσαι ο Γρηγόρης.» είπε διστακτικά ο Κωνσταντής για να συνεχίσει λέγοντας:

«Θυμάμαι που ο θείος μου ερχόταν κάθε πρωί στο μαγαζί σου για να πιει τον καφέ του και να διαβάσει την εφημερίδα του.»

«Πώς να το ξεχάσω βρε παιδί μου. Ο θείος σου δεν παρέλειπε σχεδόν ποτέ να πιει τον καφέ του στο μαγαζί μου. Όμως πάνε δυο μήνες σχεδόν απ' όταν πάτησε για τελευταία φορά εδώ. Άτιμη η αρρώστια που τον χτύπησε.» είπε ο καφετζής κουνώντας το κεφάλι του κι αφού αποτέλειωσε την κουβέντα του πήρε μια καρέκλα και κάθισε αντίκρυ από τον Κωνσταντή.

«Πράγματι άτιμη Γρηγόρη. Όσο καιρό ήμουν στα καράβια δεν το είχα πάρει διόλου είδηση το πόσο άρρωστος ήταν. Όμως στο τελευταίο τηλεγράφημα που πήρα μου τα αφηγήθηκε όλα.» είπε ο Κωνσταντής στον καφετζή με πόνο ψυχής.

«Τι κρίμα αγόρι μου! Ο θείος σου είναι άνθρωπος μάλαμα. Κι όμως η μοίρα δεν του χαρίστηκε καθόλου. Δεν τον λυπήθηκε μια σταλιά.» είπε με παράπονο ο καφετζής.

«Κρίμα!» απάντησε ο Κωνσταντής κι αφού αποτέλειωσε την κουβέντα του ήπιε σχεδόν μονορούφι τον καφέ που είχε νωρίτερα παραγγείλει. Τα λόγια του καφετζή έκαναν την καρδιά του να πονέσει ακόμα πιο πολύ. Για μια στιγμή ο Κωνσταντής ένιωσε τα ρούχα του να τον πιέζουν αφόρητα και πως χρειαζόταν απεγνωσμένα λίγο καθαρό αέρα.

Έτσι, δίχως περίσσιες περιστροφές, αφού άφησε το αντίτιμο του καφέ επάνω στο τραπεζάκι ο Κωνσταντής είπε στον καφετζή:

«Χάρηκα πολύ Γρηγόρη! Μα πρέπει να πηγαίνω.» κι ύστερα ο Κωνσταντής, πριν ο καφετζής προλάβει καλά-καλά να αρθρώσει κουβέντα βγήκε σαν τον κυνηγημένο ή καλύτερα σαν τον τρελό έξω στο δρόμο.

Δίχως άλλες στάσεις στη διαδρομή του, αφού η πρώτη του συνάντηση στην Πάτρα είχε καταφέρει να τον κάνει να νιώσει ακόμα, πιο ένοχος από πριν, ο Κωνσταντής ξεκίνησε να ανηφορίζει εωσότου τα βήματα του τον οδήγησαν στην οδό Λόντου. Μιας και ήταν Κυριακή η καμπάνα της παρακείμενης εκκλησίας του αγίου Δημητρίου ηχούσε ρυθμικά, καλώντας τους πιστούς όπως πάντα στη Θεία Λειτουργία. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντής, αγνοώντας τους γείτονες που κινούσαν όπως συνήθως για την εκκλησία, συνέχισε ακάθεκτος τη διαδρομή του ως το σπίτι του θείου του.

Η θέα και μόνο του εγκαταλελειμμένου κήπου που ο ίδιος τον θυμόταν πριν να φύγει καταπράσινο και ζωντανό ήταν ένας ακόμη λόγος για να αποκαρδιωθεί ακόμα περισσότερο. Αφού τον διέσχισε, με έναν κόμπο στο λαιμό, που σχεδόν του έφραζε τις αναπνευστικές διόδους έφτασε στην πόρτα της ισόγειας μονοκατοικίας. Ο Κωνσταντής άπλωσε το χέρι του, ακούμπησε το πόμολο της πόρτας κι απόμεινε να στέκεται βουβός.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now