Κεφάλαιο 53

10 2 0
                                    

Αφού οι δυο φίλοι αποβιβάστηκαν μια για πάντα από το φορτηγό πλοίο που άκουγε στο όνομα Αλεξανδρέττα, περπάτησαν για λίγο στην προβλήτα κι ύστερα γύρισαν και κοίταξαν για μια τελευταία φορά την κατάμαυρη λαμαρινένια αρματωσιά του φορτηγού πλοίου με πόνο ψυχής, σαν να αποχαιρετούσαν μια γυναίκα θερμή αγαπημένη που τους συντρόφευσε στη ζωή τους με στιγμές γλυκές σαν την ίδια την αμαρτία.

Στη συνέχεια, Κωνσταντής και Σεμπάστιαν, ξεκίνησαν να περπατούν προς την πόλη τόσο που με κάθε τους βήμα η προβλήτα, τα κτίρια, τα ίδια τα καράβια, ακόμα και η ίδια η Αλεξανδρέττα σιγά-σιγά χάνονταν και σβήνονταν όπως χανόταν και το πρωινό πούσι όταν το καταδίωκε το πρωινό αεράκι στους στενούς ορμίσκους.

«Και τώρα Σεμπαστιάν τι σκέφτεσαι για το μέλλον σου; Θα παραμείνεις στην Αργεντινή;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Για μια στιγμή το σκέφτηκα κι αυτό Κωνσταντή. Τελικά όμως μία άλλη απόφαση ίσως και βεβιασμένη κυριάρχησε στο μυαλό μου.» απάντησε ο Σεμπάστιαν.

«Και ποια είναι αυτή φίλε;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Αποφάσισα να φύγω μετανάστης. Θα κυνηγήσω τελικά την τύχη μου στις Ηνωμένες Πολιτείες.»

«Και πως κατέληξες στην απόφαση αυτή;»

«Ξέρεις αν σε κάποια από όλες τις χώρες του κόσμου, ένιωθα πιο κοντά στον τρόπο ζωής που έμαθα, αυτή δε θα ήταν άλλη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.»

«Κι εκεί τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; Με τι θα ασχοληθείς;» ρώτησε ο Κωνσταντής ο οποίος πάσχιζε να βρει και ο ίδιος τι θα έκανε από δω και πέρα. Γιατί η βιαστική απόφαση του μπορεί να του ακουγόταν καλή όμως στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τη μελλοντική του ζωή.

«Ξέρεις Κωνσταντή ο θείος Σαμ απλώνει το χέρι του σε κάθε λογής τυχοδιώκτες όπως θα κάνει και με μένα φυσικά. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω. Σκέφτομαι να πάω να ζήσω κοντά σε κάποια πόλη χρυσοθηρών.» είπε ο Σεμπάστιαν μειδιώντας ελαφρά.

«Και είσαι τόσο σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις να βρεις χρυσάφι εκεί που θα πας;» ρώτησε έκπληκτος ο Κωνσταντής.

«Φυσικά και όχι. Απλά είμαι πρόθυμος να εκμεταλλευτώ όλους τους φουκαράδες που θα πάνε ως εκεί για να πλουτίσουν από το χρυσάφι.» είπε ο Σεμπάστιαν με ματιά που έλαμπε σαν τη χρυσή λίρα κάτω από το φως του ήλιου.

«Τώρα λοιπόν σου βγάζω το καπέλο.» είπε ο Κωνσταντής.

«Κι αν τελικά εκεί δεν βολευτώ δεν θα πάω και τελείως χαμένος. Άλλωστε οι αμερικάνικες φάμπρικες ψάχνουν πως και πως για νέο αίμα.» είπε ο Σεμπάστιαν κι ενώ ολοκλήρωσε την κουβέντα του οι δυο νέοι έφταναν στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now