Κεφάλαιο 66

9 2 0
                                    

Μερικές ημέρες αργότερα, ο Κωνσταντής επέστρεφε σε έναν τόπο που γνώριζε από τα παλιά. Όμως αυτή τη φορά, ο τόπος εκείνος του επεφύλασσε νέες περιπέτειες και κινδύνους. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από την πόλη των Γιαννιτσών η οποία μοιραία δενόταν με τη ζωή του Κωνσταντή με κάποιο τρόπο ανεξήγητο. Κι αυτό γιατί από τη μία το μέρος εκείνο ήταν συνυφασμένο με τον ανεκπλήρωτο έρωτα του για την Κατερίνα ενώ από την άλλη ο έρωτας αυτός περιπλεκόταν με την άσβεστη επιθυμία του να εκδικηθεί τους δολοφόνους του αδελφού του.

Όταν ο Κωνσταντής έφτανε με το άλογο του στα Γιαννιτσά, η μέρα είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει ενώ την ίδια ώρα, ο κρύος Βαρδάρης φυσούσε τον Κωνσταντή παγώνοντας κάθε ακάλυπτο σημείο του κορμιού του. Αφού λοιπόν ξεκαβαλίκεψε το άλογο του το έδεσε από τα ηνία σε ένα διπλανό δέντρο και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από το πανωφόρι του. Το φθινόπωρο είχε έρθει για να μείνει και το ψύχος του Οκτωβρίου κρατούσε πια για τα καλά.

Κουρασμένος όπως ήταν ο Κωνσταντής έφερε, σχεδόν μηχανικά, τον αναπτήρα προς τη μεριά του τσιγάρου το άναψε και τράβηξε δυο βιαστικές ρουφηξιές ξεφυσώντας δυνατά, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διώξει την κούραση που είχε συσσωρευτεί από το ατελείωτο ταξίδι στο κορμί του. Το τσιγάρο ήταν ακόμα για εκείνον ένα πρόχειρο μέσο για να ζεσταθεί όπως-όπως από το κρύο που τρυπούσε τα κόκκαλα του κάνοντας τον να τουρτουρίζει.

Αφού τελείωσε το τσιγάρο του έτριψε κάνα δυο φορές με τις παλάμες τα μπράτσα του για να ζεσταθεί κι ύστερα καβάλησε ξανά το άλογο του. Όπως φαινόταν ο καιρός θα χειροτέρευε κι έτσι ο Κωνσταντής έπρεπε σύντομα να βρει ένα πανδοχείο για να φάει αλλά και να περάσει τη νύχτα του εκεί. Την επόμενη μέρα, όταν θα ήταν πλέον ξεκούραστος θα ξεκινούσε να ψάχνει την Κατερίνα προκειμένου να φτάσει στην επίλυση του μυστηρίου που εδώ και μήνες βασάνιζε το μυαλό του.

Όσο όμως ο Κωνσταντής ίππευε προς την πόλη τόσο περισσότερο ο καιρός έδειχνε ότι δεν θα αστειευόταν. Φτάνοντας μπροστά από ένα παλιό τετράγωνο οθωμανικό κτίσμα με περίτεχνες καμάρες ο Κωνσταντής ήταν σίγουρος ότι είχε φτάσει στο μαυσωλείο του γαζή Εβρένος κι έτσι, θέλοντας και μη, οι αναμνήσεις από τη σκληρή μάχη των Γιαννιτσών πλημμύρισαν άθελα του για κλάσματα του δευτερολέπτου το βασανισμένο μυαλό του.

Όμως ο καιρός που από ώρα έδειχνε πως δεν θα του χαριζόταν, ξέσπασε εκείνη τη στιγμή με ένα δυνατό χιονόνερο. Μην έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή, και τρέμοντας πλέον από το δριμύ κρύο, ο Κωνσταντής συνέχισε να ιππεύει αργά και σταθερά ψάχνοντας για κάποιο κατάλυμα ενώ τα στοιχεία της φύσης με τη λυσσαλέα επίθεση τους κέρδιζαν τη μάχη όσο η ώρα περνούσε.

Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά και το χιονόνερο είχε μουσκέψει τον Κωνσταντή από την κορφή ως τα νύχια του ενώ ο ίδιος μάταια προσπαθούσε να σταματήσει τα δόντια του που χτυπούσαν αναμεταξύ τους από την ταλαιπωρία. Όμως παρόλη την κούραση του ο Κωνσταντής μπόρεσε για καλή του τύχη να διακρίνει το τρεμάμενο φως από κάποια λάμπα πετρελαίου καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα.

Δίχως να χάσει χρόνο ίππευσε ως και εκεί και φτάνοντας διαπίστωσε πως επρόκειτο για κάποιο υποστατικό ενώ παραδίπλα υπήρχε και ένας φτωχικός στάβλος. Αφού λοιπόν ο Κωνσταντής έβαλε το άλογο του μέσα στο στάβλο πλησίασε τη χαμηλή πόρτα του υποστατικού κι αφού τη χτύπησε δυο φορές άκουσε βήματα από το εσωτερικό να πλησιάζουν την πόρτα.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now