Κεφάλαιο 67

9 2 0
                                    

Στο θέαμα του άντρα που ξεπρόβαλε στην πόρτα του υποστατικού ο Κωνσταντής σάστισε. Κι όχι άδικα αφού ο γκριζομάλλης, γενειοφόρος, μεσήλικας ένοικος του υποστατικού φαινόταν ασυνήθιστα οικείος στον Κωνσταντή.

«Κωνσταντή! Τι κάνεις εδώ;» ξεστόμισε έκπληκτος ο άντρας αντικρίζοντας τον απρόσμενο επισκέπτη που στεκόταν στην πόρτα του τουρτουρίζοντας.

«Χαράλαμπε;» ρώτησε διστακτικά ο Κωνσταντής.

«Άντε πέρασε μέσα να ζεστάνεις το κόκκαλο σου. Λίγο ακόμα και θα ψοφούσες από το κρύο.» είπε ο άντρας εκείνος παροτρύνοντας τον Κωνσταντή να περάσει μέσα.

Μην έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή για να προστατευτεί από το άγριο ξέσπασμα του καιρού και με τις δυνάμεις του στα όρια της κατάρρευσης ο Κωνσταντής διάβηκε το κατώφλι και μπήκε στο χαμηλοτάβανο κτίσμα που αποτελούνταν από ένα φτωχικό δωμάτιο φτιαγμένο από ξύλινα σανίδια. Στην άκρη του βρισκόταν ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι ενώ στο κέντρο η ξυλόσομπα που έκαιγε ακατάπαυστα φάνηκε στα μάτια του Κωνσταντή ένα απρόσμενο δώρο. Ο ίδιος άθελα του παραλλήλισε τη θεόσταλτη αυτή στέγη με το απάνεμο λιμάνι που γλύτωνε το κατάκοπο πλήρωμα της Αλεξανδρέττας από κάποια δυνατή και επίμονη θαλασσοταραχή.

«Κάθισε Κωνσταντή. Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο αλλά τούτο εδώ το φτωχικό είναι ολόκληρο μου το βιος.» είπε ο Χαράλαμπος δείχνοντας τις σκόρπιες μαξιλάρες γύρω από την ξυλόσομπα που πάλευε να ζεστάνει το δωμάτιο.

«Σ' ευχαριστώ πολύ.» αποκρίθηκε με ξέπνεη από την κούραση φωνή ο Κωνσταντής κι ύστερα κάθισε σε μια μαξιλάρα όσο πιο κοντά μπορούσε στην ξυλόσομπα θέλοντας να ζεστάνει το βρεγμένο του κορμί.

«Πως κι ήρθες στα Γιαννιτσά; Πίστευα ότι αφότου έφυγες μετά την τελευταία μάχη πως δε θα ξαναεπέστρεφες.» είπε ο Χαράλαμπος ο οποίος χάρη στα παιχνίδια της μοίρας έσωζε για άλλη μια φορά τον Κωνσταντή.

«Πρέπει να το έχει γραμμένο η μοίρα για να ανταμώνουμε ξανά και πάλι να μου σώζεις τη ζωή. Μα αυτή τη φορά η Κατερίνα έλειπε.» παρατήρησε ο Κωνσταντής.

«Ναι. Πράγματι.» είπε ο Χαράλαμπος κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα του ως το πάτωμα.

«Τι συμβαίνει Χαράλαμπε; Γιατί αυτή η αντίδραση; Έπαθε κάτι η Κατερίνα;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Όχι Κωνσταντή. Κάθε άλλο. Σκάει από υγεία.» απάντησε κατσούφικα ο Χαράλαμπος.

«Τότε λοιπόν αύριο πρωί-πρωί θα πάω να τη συναντήσω.»

«Μη βιάζεσαι τόσο Κωνσταντή.»

«Μιλάς σαν να μου κρύβεις κάτι Χαράλαμπε.» είπε θυμωμένα ο Κωνσταντής.

«Δεν έχω να σου κρύψω τίποτα μα πρέπει να μάθεις ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από την τελευταία φορά που ήσουν εδώ.» είπε ο Χαράλαμπος.

«Όπως;» ρώτησε επίμονα ο Κωνσταντής.

«Ε να ούτε εγώ δεν μπορώ ακόμα να το χωνέψω.» είπε διστακτικά ο Χαράλαμπος.

«Τι άλλαξε λοιπόν από τότε; Πες μου!»

«Η Κατερίνα Κωνσταντή... παντρεύτηκε.» είπε ο Χαράλαμπος κάνοντας τον Κωνσταντή να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του.

«Ώστε παντρεύτηκε λοιπόν. Κι εγώ τα λογάριαζα διαφορετικά με το μυαλό μου.» είπε ο Κωνσταντής κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω απογοητευμένος από τα απρόσμενα νέα.

«Παντρεύτηκε Κωνσταντή μα δεν το θέλησε ούτε η ίδια. Αναγκάστηκε. Ξέρεις ο μικρός της αδερφός, ο Θανάσης, είναι ένα ρεμάλι που είχε δεν είχε σκόρπισε όλη την οικογενειακή περιουσία στο ποτό και το κουμάρι. Ήμασταν όλοι μας με το ένα πόδι στο δρόμο. Σύντομα δε θα είχαμε ούτε κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας.»

«Κι ύστερα τι έγινε;» ρώτησε ο Κωνσταντής που ένιωθε την καρδιά του να πονά σαν να του είχαν μόλις καρφώσει ένα δίκοπο μαχαίρι σ' αυτήν.

«Κάποια μέρα που λες εμφανίστηκε στο σπίτι ο Πέτρος, ένας από τους πιο πλούσιους άντρες στα Γιαννιτσά. Ήρθε κι έκανε μια πρόταση στην Κατερίνα. Εκείνη θα τον παντρευόταν και με τη σειρά του εκείνος θα έσωζε την υποθηκευμένη περιουσία της οικογένειας. Έτσι πιεσμένη όπως ήταν από την ανάγκη και χωρίς να έχει άλλη λύση, αναγκάστηκε να δεχτεί την πρόταση του γιατί αν τα πράγματα είχαν αλλιώς η Κατερίνα δε θα δεχόταν ποτέ να τον παντρευτεί.» είπε ο Χαράλαμπος αποτελειώνοντας την κουβέντα του.

«Ώστε έτσι λοιπόν! Κι εγώ νόμιζα ότι όλα θα ήταν ρόδινα.» είπε απογοητευμένος ο Κωνσταντής.

«Κι εγώ που ποτέ μου δε θα έδινα τη συγκατάθεση μου σ' αυτό το γάμο τα μάζεψα κι ήρθα σ' αυτήν εδώ τη χαμοκέλα. Δε θέλω ούτε να τον βλέπω τον παλιό-κομιτατζή.» είπε αηδιασμένος ο Χαράλαμπος.

«Κομιτατζής είπες;» ρώτησε τότε ο Κωνσταντής.

«Ναι βλέπεις ο Πέτρος επειδή είχε ένα σωρό παράδες τη γλύτωσε κι ας συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους πριν χρόνια. Στο διάολο να πάει το παλιόσκυλο!» φώναξε ο Χαράλαμπος με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από το θυμό ενώ ύστερα συμπλήρωσε λέγοντας:

«Αυτά δεν έχουν τελειωμό όμως Κωνσταντή. Ας φάμε ένα πιάτο φαΐ κι έχει ο Θεός.» είπε ο Χαράλαμπος βγάζοντας από την ξυλόσομπα τον τέντζερη με την πηχτή σούπα και ξεκινώντας να σερβίρει τα πιάτα. 

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now